Ενα αλλιώτικο ταξίδι
Γράφει: Μαίρη Κάντα
«Έχω ευχάριστα νέα για εσάς, δεσποινίς Σοφία. Το Σάββατο ταξιδεύετε για Νότια Αμερική.» Η Σοφία ούρλιαξε από την χαρά της. Το αφεντικό της μόλις της είχε ανακοινώσει μία τόσο σπουδαία είδηση: θα πήγαινε στη Νότια Αμερική για να παρακολουθήσει κάποια σεμινάρια για την δουλειά της. Ήταν ένα ταξίδι που ονειρευόταν από την πρώτη στιγμή που πήρε αυτή την δουλειά. Δεν γνώριζε όμως πως αυτό θα ήταν ένα αλλιώτικο ταξίδι. Ένα ταξίδι που θα σημάδευε ολόκληρη τη ζωή της. Μαζί της θα ταξίδευε και ο συνάδερφος της, ο Τάκης.
Η μέρα του ταξιδιού έφτασε και η Σοφία ήταν πολύ χαρούμενη. Μέχρι...
να απογειωθεί το αεροπλάνο, συνομιλούσε με κάποιους από τους επιβάτες. Έτσι, γνώρισε ένα νιόπαντρο ζευγάρι που πήγαινε ταξίδι του μέλιτος, τον Θανάση και την Αλίκη. Πιο δίπλα ήταν ο Πέτρος, ένας πολιτικός μηχανικός που ταξίδευε συχνά για δουλειά στη Νότια Αμερική.
Με την συζήτηση ούτε που κατάλαβε πότε το αεροπλάνο απογειώθηκε. Στη αρχή όλα κυλούσαν ομαλά. Η Σοφία είχε χαλαρώσει αρκετά και αποκοιμήθηκε, σκεπτόμενη πόσο όμορφα θα περνούσε όταν θα έφτανε στο προορισμό της. Τίποτα δεν προμηνούσε το κακό που θα ερχόταν. Αυτό ήρθε στα ξαφνικά με μία δυνατή έκρηξη και τη συντριβή του αεροσκάφους σε μία εντελώς άγνωστη περιοχή.
Η Σοφία ήταν μία από τους τυχερούς επιβάτες της Α΄ θέσης. Κατάφερε να επιζήσει από τη πτώση του αεροσκάφους και την έκρηξη. Αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ προσπάθησε να δει αν οι υπόλοιποι επιβάτες και το πλήρωμα ήταν ζωντανοί. Ο Τάκης, η Αλίκη, ο Θανάσης, ο Πέτρος και η Σοφία δυστυχώς ήταν οι μόνοι επιζήσαντες από αυτή την πτήση. Κανένας τους δεν γνώριζε που βρίσκονταν ακριβώς. Έτσι αποφάσισαν να εξερευνήσουν την γύρω περιοχή. Περπατούσαν για ώρες και το μόνο που έβλεπαν ήταν δέντρα τόσο ψηλά που ο ήλιος χανόταν μέσα στο φύλλωμα τους.
Είχαν αρχίσει να κουράζονται όταν είδαν μπροστά τους μία μισογκρεμισμένη καλύβα. Ο Πέτρος πρότεινε να πλησιάσουν στη καλύβα και να μείνουν εκεί μέχρι να έρθει κάποιος να τους σώσει. Όλοι συμφώνησαν με αυτόν και μπήκαν στη καλύβα. Ξαφνικά συνέβη κάτι. Η καλύβα άρχισε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει …μέχρι που έγινε ένα τεράστιο σπίτι.
Οι πέντε φίλοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί, το πώς η καλύβα είχε μεγαλώσει τόσο πολύ μέσα σε μία στιγμή. Δειλά-δειλά άρχισαν να παρατηρούν αυτό το παράξενο σπίτι. Στο κέντρο του σπιτιού υπήρχε ένα μεγάλο καφέ τραπέζι και πάνω σε αυτό ένα μπλοκ με λευκά χαρτιά και δίπλα του ένα ροζ στυλό. Στο τραπέζι ήταν χαραγμένη με μεγάλα γράμματα η λέξη «γράψε». Γύρω-γύρω από το τραπέζι υπήρχαν καφέ πόρτες.
Η περιέργεια των πέντε αυτών ατόμων είχε μεγαλώσει πολύ. Πού οδηγούσαν οι καφέ πόρτες; Γιατί υπήρχε η λέξη «γράψε» χαραγμένη στο τραπέζι; Αυτές και άλλες πολλές ερωτήσεις τυραννούσαν το μυαλό τους. Προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε σε αυτό το σπίτι. Ο Τάκης πλησίασε το τραπέζι και έγραψε την λέξη «νερό» στο χαρτί: από την ώρα που εγκατέλειψαν το αεροπλάνο κανείς τους δεν είχε πιει νερό, όλοι τώρα διψούσαν. Τότε, άνοιξε μία από τις καφέ πόρτες και φανερώθηκε μία βρύση που έτρεχε καθαρό νερό.
Φυσικά όλοι έτρεξαν στη βρύση για να ξεδιψάσουν. Μετά τη απρόσμενη εύρεση του νερού, σειρά είχε η Σοφία να γράψει κάτι σε αυτό το χαρτί. Έτσι έγραψε «σοκολάτες» και πίσω από μία πόρτα βρέθηκαν δεκάδες σοκολάτες. «Είναι μαγικό χαρτί» αναφώνησε ο Πέτρος «ό,τι γράφουμε εκεί γίνεται πραγματικότητα». «Μπορούμε να ζητήσουμε ό,τι θέλουμε και θα το έχουμε» συνέχισε ο Θανάσης.
«Πρέπει να σκεφτούμε τι θα γράψουμε στο επόμενο χαρτί. Κάτι που θα μας φανεί χρήσιμο στο μέλλον» μίλησε και η Σοφία.
«Να κάνουμε σωστές κινήσεις» είπε και ο Τάκης.
«Εγώ θα γράψω αυτή τη φορά στο χαρτί». φώναξε ο Πέτρος.
«Σταθείτε. Μη βιάζεστε. Ο καθένας θα πάρει το δικό του χαρτί και ας γράψει ό,τι θέλει» επενέβη ο Τάκης για να τους ηρεμήσει.
Έτσι και έγινε. Μοίρασαν τα χαρτιά και ξεκίνησαν να γράφουν τις επιθυμίες τους και τα όνειρά τους. Ο Πέτρος, η Αλίκη και ο Θανάσης ζήτησαν υλικά πράγματα: πολλά χρήματα, ακριβά αμάξια και κοσμήματα. Μόλις σταμάτησαν να γράφουν άνοιξε μια πόρτα και κάτι τους ρούφηξε βίαια μέσα. Δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν και εξαφανίστηκαν. Η Σοφία και ο Τάκης άκουγαν τα ουρλιαχτά τους και τις εκκλήσεις τους για βοήθεια, αλλά δεν μπορούσαν να βοηθήσουν: είχαν κάνει ήδη την επιλογή τους.
Ήρθε και η σειρά της Σοφίας και του Τάκη να γράψουν τις επιθυμίες τους. Έτσι στο μαγικό αυτό χαρτί έγραψαν να επιστρέψουν ζωντανοί και ασφαλείς στο αεροδρόμιο της Αθήνας, να υπάρχει πάντα η ελπίδα στη ψυχή τους και να γνωρίσουν την πραγματική αγάπη. Μία από τις πόρτες άνοιξε ξανά και η Σοφία και ο Τάκης προχώρησαν με αργά βήματα μέσα στη πόρτα. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, βρέθηκαν στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Άρχισαν να κλαίνε από τη χαρά τους και να αγκαλιάζονται.
Ό, τι είχαν ευχηθεί σε αυτό το παράξενο σπίτι, είχε πραγματοποιηθεί. Επέστρεψαν στη Αθήνα και ο ένας αγάπησε πραγματικά τον άλλο, μετά από αυτή τη απίστευτη περιπέτεια που έζησαν.