Ο εφιάλτης
Γράφει: Μαίρη Κάντα
«Μη με αφήσεις! Μη φύγεις! Μη…», φώναξε με όλη την δύναμη της η Άννα και ξύπνησε. Είχε μόλις δει ένα απαίσιο εφιάλτη. Για ακόμα μία νύχτα, τα άσχημα όνειρα δεν την άφηναν να κοιμηθεί. Ήπιε λίγο νερό και προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της πως όλα όσα ονειρεύτηκε δεν ήταν αληθινά. Μάταια όμως.
Τα τελευταία βράδια έβλεπε συνέχεια το ίδιο όνειρο...
Tο Χρήστο να την αποχαιρετά και μετά να χάνεται στη θάλασσα. Ο Χρήστος ήταν ο καλύτερος της φίλος. Μεγάλωσαν μαζί στη ίδια γειτονιά. Τα καλοκαίρια έπαιζαν όλη την μέρα στο δρόμο, κρυφτό, ποδόσφαιρο και χώριζαν μόνο όταν τους φώναζαν οι γονείς τους τα βράδια για να κοιμηθούν. Μα και στο σχολείο μαζί ήταν. Στη ίδια τάξη, στο ίδιο θρανίο. Μαζί έκαναν κοπάνες στο Λύκειο για να πάνε για μπάνιο στη θάλασσα όταν άνοιγε ο καιρός.
Τι να σήμαινε αυτό το όνειρο; Και γιατί το έβλεπε τόσο συχνά η Άννα; Όταν το είδε πρώτη φορά δεν έδωσε σημασία μα τώρα είχε αρχίσει να προβληματίζεται. «Και αν… Και αν σημαίνει πως κάτι κακό θα γίνει;», αναρωτήθηκε και ασυναίσθητα άγγιξε το μικρό ασημένιο αγγελάκι στο λαιμό της. Της το είχε χαρίσει ο Χρήστος πριν ένα χρόνο. Τότε που για πρώτη φορά θα χώριζαν οι δρόμοι τους. Η Άννα θα σπούδαζε Νομική στη Θεσσαλονίκη και ο Χρήστος θα έμενε στη Αθήνα για να σπουδάσει Πληροφορική. «Να το φοράς συνέχεια. Θα σε προστατεύει όσο θα είσαι μακριά από μένα», της είχε πει και από τότε η Άννα δεν το είχε βγάλει από το λαιμό της.
Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Ανησυχούσε τόσο πολύ. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στο φίλο της, να τον ρωτήσει αν είναι καλά, να του πει πως τον αγαπά, πως θα κατέβαινε στη Αθήνα, έστω για λίγες ώρες να τον δει, να τον αγκαλιάσει και μετά θα επέστρεφε πάλι στη πόλη όπου σπούδαζε. Σήκωσε το ακουστικό μα το άφησε αμέσως κάτω. Ήταν τρεις τα ξημερώματα. Τέτοια ώρα θα κοιμόταν. Το θεώρησε ανόητο να τον ξυπνήσει.
Θα τηλεφωνούσε μόλις ξημέρωνε. Πριν να πάει για μάθημα στη σχολή της, θα μάθαινε νέα για το φίλο της. Θα του έλεγε να προσέχει πολύ, να μη πάθει τίποτα κακό, πως τον χρειάζεται δίπλα της, πως είναι η αιτία που ομορφαίνει η ζωή της, πως αρκεί μία αγκαλιά του για να νοιώσει ασφάλεια, να πάρει δύναμη και να αντιμετωπίσει τα πάντα. Ναι, αυτά θα του έλεγε και άλλα τόσα. Θα του ζητούσε, θα τον παρακαλούσε, αν χρειαζόταν να μη έφευγε από το σπίτι εκείνη την μέρα. Να μη πήγαινε στη δουλειά που είχε βρει για να καλύπτει κάποιες ανάγκες του, ούτε στη σχολή για να παρακολουθήσει το μάθημα. Δεν θα γινόταν και τίποτα αν έχανε ένα μεροκάματο ή ένα μάθημα. Αρκεί να ήταν ασφαλής στο σπίτι του.
Ήταν αδύνατον πια να μπορέσει να κοιμηθεί η Άννα. Κοιτούσε το ρολόι απέναντι της και μετρούσε τις ώρες μέχρι να ξημερώσει. Είχε συχνή επικοινωνία με τον Χρήστο, παρόλο που τους χώριζαν τόσα χιλιόμετρα. Μόνο... Μόνο τις τελευταίες 10 μέρες δεν επικοινωνούσαν τόσο συχνά όσο ήθελαν. Δεν έφταιγε κανένας από τους δύο. Το διάβασμα για τις εξετάσεις της σχολής έφταιγε. Η Άννα ήθελε να τελειώσει σύντομα τις σπουδές της, να επιστρέψει στη πόλη της και να είναι και πάλι μαζί με τον Χρήστο ευτυχισμένη.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και άνοιξε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Ήταν το μόνο πράγμα που την χαλάρωνε: να βλέπει απεικονισμένες στιγμές του παρελθόντος. Οι περισσότερες φωτογραφίες που είχε συγκεντρώσει ήταν μαζί με τον Χρήστο. Κάποια στιγμή, βρήκε μία φωτογραφία που την τάραξε. Ήταν από την 5ημερη εκδρομή του Λυκείου στη Κρήτη. Ο Χρήστος ήταν κοντά στη θάλασσα και χαμογελούσε. Έκλεισε τα μάτια της και θυμήθηκε όλα όσα είχαν γίνει σε αυτή την εκδρομή. Τα γέλια τους, τα πειράγματα τους, τις βόλτες τους στους δρόμους της Κρήτης αλλά και τα μπάνια τους.
Ο Χρήστος αγαπάει πολύ την θάλασσα. Αυτό έλεγε της Άννας εκείνη την μέρα που τον φωτογράφισε δίπλα στη θάλασσα. «Θα ήθελα να μείνω για πάντα εδώ. Να χαζεύω για πάντα τα κύματα» της είχε πει. Αστραπιαία πέρασε από το μυαλό της κάτι που την έκανε να τρομάξει πολύ περισσότερο. Και αυτή την φορά δεν ήταν ένας εφιάλτης αλλά αυτά που της είχε πει ο φίλος της στη τελευταία τους συνάντηση, πριν ένα μήνα.
«Έχεις σκεφτεί ποτέ τον θάνατο;», την είχε ρωτήσει και εκείνη είχε βιαστεί να του απαντήσει αρνητικά. Ο θάνατος ήταν κάτι που δεν την απασχολούσε. Γιατί να την απασχολούσε άλλωστε; Ο θάνατος ήταν για τους «άλλους, τους ηλικιωμένους, αυτούς που έχουν ζήσει την ζωή τους.» Η Άννα είχε προσπαθήσει να αλλάξει θέμα συζήτησης αλλά ο Χρήστος επέμενε. Σαν να ήξερε κάτι, σαν να το τρόμαζε κάτι.. Και έτσι συνέχισε λέγοντας: «Ξέρεις, αν πεθάνω νέος, θα πεθάνω στη θάλασσα». Η Άννα δεν είχε μιλήσει τότε, απλά τον έσφιξε στη αγκαλιά της.
Το πήρε απόφαση. Θα του τηλεφωνούσε εκείνη την στιγμή. Δεν την ένοιαζε αν θα την έβριζε που θα τον ξυπνούσε. Έπρεπε να τον ακούσει. Να της πει πως είναι καλά, πως τζάμπα είχε χάσει τον ύπνο της με ανόητες σκέψεις. Θα τον άκουγε να της λέει «Ηρέμησε καρδούλα μου. Όλα είναι μία χαρά. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς».
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις της και το κινητό της άρχισε να χτυπά σαν τρελό. Το πήρε στα χέρια της και έκπληκτη είδε στη οθόνη το όνομα του Χρήστου. «Έλα Χρήστο», είπε και μετά σταμάτησε να μιλά. Μόνο δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Στη άλλη γραμμή του τηλεφώνου, δεν ήταν ο Χρήστος αλλά η μητέρα του. Τηλεφώνησε στη Άννα για να την ενημερώσει πως ο Χρήστος δεν ζει πια. Έφυγε, έτσι όπως ήθελε. Ένας λάθος χειρισμός καθώς οδηγούσε και το αυτοκίνητο του ανετράπη, πέφτοντας στη θάλασσα. Κανένας δεν πρόλαβε να τον σώσει
Η Άννα έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που είχε συμβεί. Ο εφιάλτης που είχε δει νωρίτερα, έγινε πραγματικότητα. Ο Χρήστος, ο καλύτερος της φίλος ήταν νεκρός και αυτή δεν είχε προλάβει να τον αποχαιρετήσει. «Δεν πρόλαβα, δε σε πρόλαβα ζωντανό φίλε μου. Πώς θα αντέξω μακριά σου», μονολόγησε και ξέσπασε σε λυγμούς.