Παράλληλοι κόσμοι
Γράφει: Μαίρη Κάντα
Η Μάρθα και αυτό το απόγευμα, μετά το τέλος της δουλειάς της, βρέθηκε στη θάλασσα. Της έχει γίνει συνήθεια, κάθε απόγευμα τους τελευταίους τρεις μήνες, να βρίσκεται στο αγαπημένο της μέρος. Της αρέσει να κάθεται με τις ώρες εκεί μόνη, βυθισμένη στις σκέψεις της, παρατηρώντας τα κύματα να χτυπούν τα βράχια.
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Παλαιότερα, η Μάρθα δεν ήταν μόνη. Είχε τον σύζυγό της, τον Αλέξη που λάτρευε και την έκανε ευτυχισμένη. Όλα άλλαξαν, όταν ο Αλέξης πέθανε χτυπημένος από καρκίνο. Από τότε, η Μάρθα περνάει τις ώρες της στη θάλασσα. Της αρέσει να παίρνει ένα τετράδιο και να γράφει τις σκέψεις της κοντά στα βράχια.
Μα σήμερα, ξεχνώντας το αγαπημένο της μολύβι στο γραφείο, δεν θα μπορούσε να γράψει κάτι. Έτσι, αφέθηκε απλά να παρατηρεί το μέρος. Μόνο για λίγα λεπτά έκλεισε τα μάτια της και όταν τα άνοιξε ξανά, δίπλα της, υπήρχε ένα μολύβι. Ήταν γαλάζιο με ζωγραφισμένα μικρά ροζ λουλουδάκια πάνω του. «Μα πώς βρέθηκε αυτό εδώ;» απόρησε και το σήκωσε από το βράχο.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήρε στα χέρια της το μολύβι και έγραψε στο τετράδιο δύο λέξεις: «Αλέξης» και «θάλασσα». Ακριβώς εκείνη την στιγμή συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Ακούστηκε ένας πολύ δυνατός θόρυβος και ταρακουνήθηκε τόσο πολύ η γη, σαν να άνοιξε σε δύο μέρη.
Όταν σταμάτησε ο θόρυβος και η γη έπαψε να κινείται, η Μάρθα σηκώθηκε όρθια για να δει καλύτερα. Τότε, έντρομη διαπίστωσε πως συνέβαινε κάτι διαφορετικό. Η θάλασσα είχε αλλάξει χρώμα και είχε γίνει ροζ. Τα βράχια δεν υπήρχαν πια και ξαφνικά τα κύματα έπαιρναν ανθρώπινη μορφή και την πλησίαζαν. Άρχιζε να φωνάζει πολύ δυνατά και έκλεισε τα μάτια της. Τι θα γινόταν άραγε στη συνέχεια;
Λίγα λεπτά αργότερα, ένα άγνωστο χέρι άγγιξε την Μάρθα στο ώμο. Η ίδια φοβόταν να ανοίξει τα μάτια της, μέχρι την στιγμή που άκουσε μια γνώριμη φωνή να της λέει: «Μη με φοβάσαι, γλυκιά μου. Άνοιξε τα μάτια σου». Αδύνατον! Αυτή η φωνή έμοιαζε με την φωνή του Αλέξη. Σιγά-σιγά, άνοιξε τα μάτια και τον είδε ακριβώς μπροστά της. Ο νεκρός σύζυγός της ήταν εκεί, ζωντανός και της μιλούσε. Δάκρυα χαράς άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. «Δεν… Δεν μπορεί να είναι αλήθεια..» ψέλλισε. «Μα είσαι νεκρός» απευθύνθηκε στο άντρα που βρισκόταν δίπλα της.
«Είμαι νεκρός στο δικό σου κόσμο. Σε αυτόν τον κόσμο όμως, είμαι ζωντανός, απάντησε ο ίδιος. -Πού βρίσκομαι; συνέχισε η Μάρθα.
- Σε ένα παράλληλο κόσμο.
- Σε ένα τι;
- Σε ένα κόσμο παράλληλα με τον πραγματικό. Σε αυτόν τον κόσμο, μπορείς να έχεις ό,τι και όποιον θέλεις. Αρκεί να το γράψεις με αυτό το μολύβι. Γι αυτό βλέπεις εμένα και….
Η Μάρθα δεν άφησε να ολοκληρώσει την φράση του ο Αλέξης και έπεσε στη αγκαλιά του. Ήθελε τόσο πολύ να νοιώσει ξανά την ζεστασιά της αγκαλιάς του, να ακούσει ξανά την καρδιά του να χτυπά στο στήθος. Όμως δεν άκουσε τους χτύπους της καρδιάς του, ούτε ένοιωσε την ζεστασιά που περίμενε, αγκαλιάζοντας τον. Αυτό που είδε την τρόμαξε ακόμα περισσότερο. Ο Αλέξης άλλαξε μορφή και έπεσε πάλι μέσα στη θάλασσα. Η Μάρθα ούρλιαξε από το τρόμο.
Ελάχιστα λεπτά αργότερα, ο Αλέξης εμφανίστηκε ξανά.
- Μη το κάνεις ποτέ αυτό ξανά, της είπε.
- Μα τι συνέβη; Το μόνο που ήθελα ήταν να σε αγκαλιάσω και να σε φιλήσω. Τι έπαθες; Γιατί δεν μπορούσα να ακούσω την καρδιά σου;
- Είμαι φτιαγμένος από νερό. Όταν με αγγίζεις, γίνομαι νερό. Δεν μπορείς να ακούσεις την καρδιά μου γιατί δεν έχω.
Η Μάρθα δεν μίλησε. Δεν μπορούσε. Έκλαιγε με λυγμούς.
- Μα δεν χρειάζεται να κλαις. Θα μείνεις εδώ και θα είμαστε για πάντα μαζί. Θα σου αρέσει αυτό το μέρος. Εδώ δεν υπάρχουν ασθένειες, θλίψη, πόνος. Δεν θα χρειαστεί να κλάψεις ποτέ ξανά. Θα περπατάμε στο μήκος της παραλίας και θα συζητάμε.
- Όχι
- Όχι; Δεν με θέλεις πια;
- Δεν είσαι ο δικός μου Αλέξης. Ο δικός μου Αλέξης είχε καρδιά, μπορούσα να τον αισθανθώ δίπλα μου. Μπορούσα να χωθώ στη αγκαλιά του και να νοιώσω ασφάλεια.
- Μα αυτός είμαι. Ο Αλέξης. Κοίταξε με. Μπορείς να με βλέπεις για πάντα.
- Νερό είσαι μόνο, τίποτα άλλο. Δεν έχεις καρδιά, δεν έχεις αισθήματα, δεν έχεις τίποτα. Θέλω να φύγω από εδώ, τώρα. Σε παρακαλώ.
Η γυναίκα έκλεισε τα μάτια της. Δεν ήθελε να βλέπει αυτό το υδάτινο πλάσμα. Ήθελε να επιστρέψει πίσω στη πραγματικότητα. Εκεί που μπορούσε να θρηνήσει το αληθινό Αλέξη της. Εκεί που μπορούσε να διαχειριστεί το πόνο και την απώλεια του ανθρώπου της.
Η υδάτινη μορφή πλησίασε την Μάρθα, άφησε δίπλα της κάτι που έμοιαζε με γόμα και της ψιθύρισε: «Εάν θέλεις να φύγεις, μπορείς να το κάνεις, χρησιμοποιώντας αυτό που σου έδωσα. Σβήσε τις λέξεις που έγραψες στο τετράδιο σου και τότε όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν. Εγώ θα είμαι νεκρός και εσύ θα μπορέσεις να συνεχίσεις την ζωή σου. Κάντο λοιπόν. Σβήσε αυτό τον κόσμο.»
Η Μάρθα πήρε στα χέρια της, την γόμα και έσβησε τις λέξεις. Ένας δυνατός σεισμός την επανέφερε στη πραγματικότητα. Κοίταξε την θάλασσα. Ήταν γαλάζια. Όλα ήταν πια φυσιολογικά. Δεν υπήρχαν πουθενά υδάτινες μορφές. Αποκοιμήθηκε και ονειρεύτηκε απλά ένα παράλληλο κόσμο;
Όχι, δεν ήταν ένα όνειρο. Δίπλα της, βρισκόταν το μαγικό μολύβι ενώ στα χέρια της κρατούσε ακόμα την γόμα. Υπήρχε λοιπόν ένας παράλληλος κόσμος. Αποφάσισε όμως πως δεν θα ήθελε ποτέ ξανά να επιστρέψει στο παράλληλο κόσμο. Προτιμούσε το πραγματικό. Έτσι,πέταξε το μολύβι και την γόμα στη θάλασσα και επέστρεψε στο σπίτι και στις αναμνήσεις της.