Ποια είμαι πραγματικά;
Γράφει: Γεωργία Μαρίνου
Ο ήλιος ανάγκασε τα μάτια μου ν' ανοίξουν, η ώρα πρέπει να ήταν τουλάχιστον δώδεκα το μεσημέρι, απ την θολούρα δεν μπορούσα να δω τίποτα. Προχώρησα μέσα, νόμιζα πως έβλεπα τη μαμά να φτιάχνει πρωινό αλλά τρίβοντας τα μάτια μου κατάλαβα πως ήταν ο πατριός μου. Δεν συνήθιζε να μας περιποιείται έτσι. Απέφυγα την καλημέρα του και βγήκα έξω, μπορούσα όμως να νιώσω το έντονο βλέμμα του στην πλάτη μου. Πίσω στον κήπο μας είχαμε ένα κρυφό πέρασμα που οδηγούσε κατευθείαν στη θάλασσα, ήταν τόσο στενό που χωρούσε ένας τη φορά.
Ο αδελφός μου κι εγώ δεν είχαμε κάνει τον κόπο να το δείξουμε στον πατριό μου, ήταν το δικό μας μέρος. Βούτηξα στο νερό κατευθείαν αφήνοντας το να με ξυπνήσει, έκανα μερικά μακροβούτια όπως μου άρεσε πάντα. Σύντομα κατάλαβα πως δεν ήμουν μόνη. Κοίταξα γύρω μου, κάνεις. Το άγγιγμα του με τίναξε σαν ρεύμα. Ήταν ο Άλεξ ο μικρός μου αδελφός, όχι και τόσο μικρός βέβαια γιατί είχαμε μόνο δύο χρόνια διαφορά. Σε μερικές μέρες θα γινόμουν 18 και όλα θα άλλαζαν. Κολυμπήσαμε λίγο ακόμα και είπαμε κανα δυο κακίες για τον πατριό μου. Δεν ήταν πως ήθελε να πάρει τη θέση του πατέρα μας απλά, είχε πάντα αυτή την υποκρισία στο βλέμμα του, την ψεύτικη αγάπη.
Μπήκαμε στο σπίτι κι αμέσως η μαμά άρχισε να φωνάζει για τα αποτυπώματα που αφήσαμε στην κουζίνα της. Αρχίσαμε να γελάμε και οι τρεις ώσπου μέσα μπήκε ο πατριός μου και τα γέλια κόπηκαν απότομα. Κοίταξε αυστηρά τη μητέρα μου και της είπε « Αυτοί οι δύο δεν θα 'πρεπε να κάνουν τόση παρέα»
Ο θυμός μου ήταν έτοιμος ν' ανέβει στο λαιμό μου και να γίνει λέξεις, αλλά προτίμησα να τον θάψω. Πήρα τον αδερφό μου και πήγαμε στο δωμάτιο.
Το βράδυ βγήκαμε με τη γνωστή παρέα, τη Μελίνα και το Χάρη, το πιο ξινό ζευγάρι που είχα συναντήσει, αλλά δυστυχώς δεν είχα εναλλακτικές. Ο Χάρης με πλησίασε πονηρά.
«Γεια σου Μαρκέλλα, όσο πας κι ομορφαίνεις» Μου την έπεφτε και η Μελίνα το ήξερε.
Ήταν η σειρά της να με χαιρετίσει, αντ' αυτού κατάφερε να πει μονάχα
« Καλά ακόμα να βγάλεις αυτά τα αηδιαστικά σπυράκια απ τα πόδια σου;»
Καταράστηκα τον εαυτό μου που φόρεσα σορτσάκι και όχι δεν ήταν σπυράκια, μονάχα κάτι απαίσιες μικρές κοκκινίλες που δεν έλεγαν να με αφήσουν ήσυχη. Δεν ήξερα πότε εμφανίστηκαν για πρώτη φορά, είναι λες και ήταν πάντα εκεί. Απέφυγα να της απαντήσω, κάτσαμε όλοι μαζί στο πεζουλάκι, ο Χάρης αντί να ασχολείται με την γκόμενα του, πλεύριζε εμένα. Ήταν ο τύπος άντρα που σιχαινόμουν και το ήξερε, αλλά αυτό ποτέ δεν τον σταμάτησε.
Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο, άφησα τον αδερφό μου στο σπίτι και πήγα για μία βραδινή βουτιά.
Έβγαλα τα ρούχα μου, εκείνη την ώρα κανείς δεν ήταν στην παραλία. 'Ένιωθα ελεύθερη. Βούτηξα στο νερό αφήνοντας τη δροσιά του να με παρασύρει. Μέσα στη θάλασσα ένιωθα πάντα άλλος άνθρωπος, σαν να με τύλιγε ένα σεντόνι νερού. Μπορούσα να κρατήσω την αναπνοή μου πάνω από πέντε λεπτά, εντελώς αφύσικο το ξέρω, αλλά απλά μπορούσα.
Βγήκα έξω και άπλωσα το κορμί μου στην άμμο, η δροσοσταλίδες φωτίζονταν από την πανσέληνο. Τα κόκκινα σημάδια στα πόδια μου άλλαζαν, γινόντουσαν. λέπια. Γυάλιζαν στα χρώματα της ίριδας. Προσπάθησα να κουνηθώ μα δεν μπορούσα. Φοβήθηκα. Κοίταξα τα πόδια μου, δεν υπήρχαν, τη θέση τους είχε πάρει μία μεγάλη ουρά. Προσπάθησα να ξυπνήσω τον εαυτό μου, αλλά δεν κοιμόμουν.
Σύρθηκα στο νερό, όλα ήταν τόσο διαφορετικά, βούτηξα όσο πιο βαθιά μπορούσα, δεν είχα κολυμπήσει ποτέ ξανά τόσο γρήγορα. Ελευθέρωσα το άγχος από μέσα μου κι άφησα την υπέροχη αίσθηση να με παρασύρει. Κολυμπούσα με μεγάλη ευκολία, δεν ένιωθα το βάρος της ουράς μου. Στο νερό μπορούσα να δω διάφορα είδη ψαριών. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στα πιο βαθιά σημεία της, τα ψάρια χάθηκαν γύρω μου. Το φως του φεγγαριού δεν έφτανε τόσο βαθιά. Νόμιζα πως θα μου τελειώσει ο αέρας, μόλις όμως κατάλαβα πως μπορώ να αναπνεύσω έμεινα για αρκετή ώρα κάτω απ το νερό.
Πλησίασα στη στεριά, καθώς έβγαινα έξω τα πόδια μου πήραν τη θέση της ουράς μου. Τα κόκκινα σημάδια είχαν εξαφανιστεί.
Το επόμενο πρωί καθίσαμε όλοι μαζί για πρωινό. Φορούσα φαρδιά μπλούζα κι ένα κοντό σορτσάκι. Ο πατριός μου πρόσεξε τα πόδια μου.
«Έφυγαν τα κόκκινα σημάδια.» Η φωνή του έκρυβε ειρωνεία
«Τα είχες προσέξει κι εσύ ε;»
Συνεχίσαμε το πρωινό μας αμίλητοι. Η μητέρα μου μας ανακοίνωσε πως θα πήγαινε με τον πατριό μου ν αγοράσουν βέρες. Είχαν κιόλας αρχίσει τις προετοιμασίες. Άραγε είχε ξεχάσει τελείως τον πατέρα μου;
Μερικές ώρες μετά βρήκα την ευκαιρία να ξεγλιστρήσω στην θάλασσα, ήταν ακόμα μέρα αλλά δεν μπορούσα να περιμένω. Βούτηξα με κλειστά μάτια φοβούμενη γι αυτό που θα έβλεπα. Όταν τα άνοιξα, τα πόδια μου ήταν ακόμα εκεί. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μήπως όλα ήταν ένα όνειρο; Κολύμπησα λίγο ακόμα και γύρισα σπίτι. Η μητέρα μου ήταν στο δωμάτιο της και κοιτούσε τις καινούργιες βέρες.
«Πιο ωραίες ήταν του μπαμπά»
«Ξέρω πως είναι δύσκολο για σένα μα πρέπει να προχωρήσω»
«Τόσο γρήγορα;»
«Τρία χρόνια είναι που έχει πεθάνει»
«Για τον γάμο μιλάω. Τον αγαπάς;»
«Ναι, αλλά τον πατέρα σου δεν θα τον ξεχάσω ποτέ»
Έπρεπε να την αφήσω να προχωρήσει, ακόμα κι αν μου ήταν δύσκολο. Άρχισα να ψάχνω για τις γοργόνες, πολλοί μύθοι γύρω απ αυτές. Αυτό που με είχε μεταμορφώσει ήταν η πανσέληνος, το ερώτημα ήταν γιατί εμένα; Δεν είχα το θάρρος να το συζητήσω με κανέναν, έτσι πήγα στο μοναδικό μέρος που θα μπορούσα να πάρω κάποια απάντηση. Στην θάλασσα.
Δεν ξέρω πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα χαζεύοντας το μισό φεγγάρι. Ήμουν έτοιμη να φύγω όταν ένα πετραδάκι χτύπησε την πλάτη μου. Γύρισα απότομα για να βρίσω όποιον το είχε κάνει, αλλά μπροστά μου είδα μία κοπέλα λίγο πιο έξω απ το νερό.
«Ουπς» Είπε μονάχα. Τα χρώματα της ήταν τόσο εξωτικά, καμία σχέση με τα δικά μου. Τα μάτια της έβγαζαν μία περίεργη λάμψη.
«Σε ξέρω από κάπου;» Άρθρωσα
«Είναι καιρός να με μάθεις. Έλα πιο κοντά»
Πλησίασα. Το λιγοστό φως της νύχτας φανέρωσε την γαλάζια ουρά της. Πίσω -πάτησα.
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι, τώρα είσαι μία από μας»
«Πως, πως το ξέρεις;»
«Απλά, έχουμε το ίδιο αίμα»
«Τι; Μα πως;»
«Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα. Αλλά να προσέχεις τον πατριό σου, είναι επικίνδυνος» Είπε και βούτηξε στο νερό. Όσο κι αν της φώναζα δεν γύριζε πίσω. Πως ήταν δυνατόν; Ο πατέρας μου δεν είχε άλλα παιδιά πέρα από μένα και τον Άλεξ.
Όταν γύρισα σπίτι ρώτησα αμέσως την μητέρα μου. Το βλέμμα της πάγωσε, αλλά η απάντηση της ήταν αρνητική. Ο Άλεξ άκουσε τη συζήτηση μας και με κοίταζε λες και ήμουν τρελή. Ήθελα τόσο πολύ να του πω την αλήθεια.
Την επομένη ήταν τα γενέθλια μου, με όσα συνέβησαν το είχα ξεχάσει εντελώς. Τι μισή μέρα μου την περνούσα στην παραλία έξω απ το νερό και την υπόλοιπη στο κρεβάτι μου αποφεύγοντας τα βλέμματα τους.
Καθόμουν στην αμμουδιά όταν την ξαναείδα. Με προειδοποίησε πως αν στα γενέθλια μου βουτούσα στο νερό θα γινόμουν για πάντα γοργόνα. Προσπάθησα να κλέψω μερικές απαντήσεις ακόμα, αλλά μάταια.
Το πρωινό των γενεθλίων μου είχε κιόλας φτάσει, προσπάθησα να κρατήσω την αγωνία μου για τον εαυτό μου. Ο πατριός μου μ αγκάλιασε και μου ψιθύρισε στ αυτί. «Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα. Στα 18 όλοι πρέπει να πάρουμε μία απόφαση» Ήθελα ν ανοίξει η θάλασσα να με καταπιεί. Έκατσα λίγο ακόμα μαζί τους, κόψαμε την τούρτα και ο Άλεξ μου έδεσε τα μάτια για να με οδηγήσει στην έκπληξη του. Όταν άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμασταν στη μυστική μας παραλία κι εκεί ήταν η Μελίνα, ο Χάρης και μερικοί ακόμα γνωστοί μας. Με χώριζαν μερικά εκατοστά απ το νερό.
«Πάρτι στη θάλασσα, αυτό που ήθελες πάντα»
Απάντησα καταφατικά και προσπάθησα να μείνω μακριά απ το νερό. Όλοι χόρευαν στο ρυθμό της μουσικής. Στεκόμουν σε μια γωνία με μπόλικη στεριά γύρω μου. Ο Χάρης με πλησίασε, τον έστειλα στη γκόμενα του, με αγκάλιασε σφιχτά και μου είπε πως είχαν τελειώσει. Με έφερε πιο κοντά του, προσπάθησε να με φιλήσει. Αντιστάθηκα, τον έσπρωξα στη θάλασσα μα με τράβηξε μαζί του. Κρύος ιδρώτας μ έλουσε. Κοίταξα αμέσως τα πόδια μου, είχαν αρχίσει να χάνονται απ το οπτικό μου πεδίο. Ο Χάρης με κοιτούσε με έκπληξη και φόβο. Ούρλιαξα στον Άλεξ, ήρθε αμέσως δίπλα μου, βλέποντας το θέαμα της ουράς μου, τους έδιωξε όλους πριν με δουν και οι άλλοι. Ο Χάρης έτρεξε μαζί τους τρομαγμένος. Εγώ κι ο αδελφός μου μείναμε μόνοι.
«Είναι αλήθεια, ο μύθος ισχύει» Είπε
« Μην το πεις σε κανέναν σε παρακαλώ»
«Τώρα είναι αργά γλυκιά μου, δεν μπορείς να το αλλάξεις»
Εκείνη η γοργόνα ήταν πίσω μου έτοιμη να μου υπενθυμίσει το λάθος μου.
«Υπάρχουν κι άλλες;» Ρώτησε ξαφνιασμένος ο Άλεξ.
«Ήρθε η ώρα να μάθετε και οι δύο την αλήθεια» Συνέχισε η γοργόνα χωρίς να δώσει σημασία στον Άλεξ. «Ο πατέρας μας ήταν γοργόνος, όταν γνώρισε τη μητέρα σας ζήτησε απ τον Ποσειδώνα να τον κάνει άνθρωπο»
«Συγγνώμη θες να πεις πως είσαι αδελφή μας;» Ξεστόμισα.
« Ναι. η μητέρα μου είχε πεθάνει κι εγώ ήμουν πολύ μικρή τότε. Ο πατέρας, ήθελε μία καλύτερη ζωή για μας. Το αντάλλαγμα ήταν να με αφήσει πίσω. Φυσικά εκείνος αρνήθηκε αλλά ο Ποσειδώνας αποφάσισε να τον τιμωρήσει που θέλησε να απαρνηθεί τη φύση του. Έτσι τον έκανε άνθρωπο κι εγώ παρέμεινα στη θάλασσα»
«Γιατί όλα αυτά μου φαίνονται χαζά παραμύθια;» Απάντησε ο Άλεξ.
Και για μένα ήταν αδύνατον να τα πιστέψω όλα αυτά. Όμως το τοπίο είχε αρχίσει να ξεδιαλύνεται. Είχα γίνει γοργόνα γιατί το είχα στο DNA μου και η μητέρα μου το ήξερε, γι αυτό σώπασε.
«Γιατί όμως μεταμορφώθηκα την πανσέληνο;»
« Γιατί γεννήθηκες με πανσέληνο.»
«Και ο πατριός μου; Γιατί με προειδοποίησες γι αυτόν;»
Τα μάτια της γοργόνας γούρλωσαν. Το ίδιο και τα δικά μου, ο πατριός μου άρπαξε τον Άλεξ κι απειλούσε να τον πνίξει. Η οργή έβραζε στο κεφάλι μου. Αόρατες σπίθες βγήκαν απ τα μάτια μου κι απομάκρυναν τα χέρια του απ το λαιμό του αδελφού μου.
«Είσαι ο Ποσειδώνας» Ξεστόμισα.
Δεν μπήκε στον κόπο ν απαντήσει, αλλά τα μάτια του πρόδιδαν πως είχα δίκιο. Ο σκοπός του δεν ήταν να τιμωρήσει τον πατέρα μου, αλλά να πάρει τη θέση του. Έπιασα το χέρι της γοργόνας, εκτοξεύσαμε τη δύναμη μας πάνω του. Ήταν πιο αδύναμος έξω απ το νερό. Τα πόδια του άλλαζαν στη θέση τους σχηματιζόταν η ουρά του. Άρχισε να σπαρταράει σαν ψάρι πάνω στην άμμο, δεν σταμάτησα. Χωρίς να το καταλάβω πλησίασα όλο και πιο κοντά του, έφτασα στη στεριά, τα πόδια μου βρίσκονταν στη θέση τους. Δεν μ ένοιαζε, ήμουν έτοιμη να του πάρω την τελευταία του πνοή όταν.
«Σταμάτα!» Ούρλιαξε η μητέρα μου. «Αν το κάνεις δεν θα έχεις γυρισμό»
Σταμάτησα. Τον διέταξα να γυρίσει στη θάλασσα και να μην μας ξαναενοχλήσει. Η γοργόνα τον έκλεισε σ ένα αόρατο κλουβί.
«Ας τον σ εμένα» Είπε
«Πως έγινα άνθρωπος;»
«Χμ, μπορεί και να σου είπα ένα μικρό ψεμματάκι»
«Τι;»
«Έπρεπε να σε τεστάρω αν ήθελες να γίνεις πραγματικά γοργόνα. Είναι λίγο μοναχικά εκεί κάτω»
«Μπορούσες απλά να ρωτήσεις»
«Να θυμάσαι σε κάθε πανσέληνο θα μεταμορφώνεσαι. Θα τα ξαναπούμε σύντομα»
Βούτηξε στον ωκεανό και χάθηκε μαζί με τον πατριό μου. Αγκάλιασα τη μητέρα και τον αδελφό μου. Όλα είχαν γίνει όπως πριν, μόνο που τώρα είχα κι ένα δεύτερο εαυτό. Όσο για τον Χάρη φρόντισα να διαγράψω την μνήμη του. Μία απ τις νέες μου ικανότητες. Σε κάθε πανσέληνο συναντάω την αδελφή μου και ζούμε μαζί το όνειρο. Όσες φορές και να μεταμορφωθώ σε γοργόνα ποτέ δεν θ αφήσω τον ανθρώπινο εαυτό μου.