Πριν το τέλος
Γράφει: Μαίρη Κάντα
Αγαπημένη μου...
Είμαστε μαζί σχεδόν μία ολόκληρη ζωή, ενωμένοι και πολύ αγαπημένοι. Θυμάσαι πότε γνωριστήκαμε για πρώτη φορά; Εγώ θυμάμαι πολύ καλά. Ήρθες με μεταγραφή στο Λύκειο και ήσουν ένα χρόνο μικρότερη μου. Παρακολουθούσες την Β’ τάξη ενώ εγώ την Γ’. Αυτό όμως δεν μας εμπόδισε να γνωριστούμε και να γίνουμε το ζευγάρι της χρονιάς...
Με παρακολουθούσες στο γήπεδο καθώς έπαιζα μπάσκετ και χειροκροτούσες κάθε φορά που έβαζα καλάθι. Με θαύμαζες και μου το έλεγες συνέχεια. Μα και εγώ σε θαύμαζα κάθε φορά που σε άκουγα να παίζεις πιάνο και να τραγουδάς τόσο όμορφα. Όταν έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό, όσοι γνώριζαν την σχέση μας φοβήθηκαν πως η απόσταση θα την κατέστρεφε. Τους διαψεύσαμε. Η απόσταση δυνάμωσε και άλλο την αγάπη μας και πριν εννιά χρόνια μου έκανες το ομορφότερο δώρο: το γιο μας.
Θα αναρωτιέσαι γιατί σου γράφω σήμερα αυτό το γράμμα. Δεν έχεις άδικο. Και εγώ θα αναρωτιόμουν το ίδιο, λίγους μήνες πριν… Δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις με τα γράμματα. Τα γρήγορα αυτοκίνητα ήταν το χόμπι μου. Συχνά μου φώναζες να μη τρέχω τόσο πολύ και να προσέχω, μα δεν άκουγα. Τώρα καθηλωμένος σε αυτή την καρέκλα εύχομαι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω και να σε άκουγα για μία φορά έστω…
Αν σε άκουγα τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί. Γράφω λοιπόν αυτό το γράμμα για να σου πω όλη την αλήθεια για το ατύχημα και να ζητήσω την συγχώρεση σου. Εγώ είμαι η αιτία που χάθηκε τόσο άδικα ο αδερφός σου, καλή μου σε αυτό το φρικτό ατύχημα. Εγώ οδηγούσα το αυτοκίνητο με αυξημένη ταχύτητα και όχι ο Νίκος, όπως σου είχα πει στο νοσοκομείο τότε. Αυτός ήταν απλά ο συνοδηγός. Εγώ φταίω που δεν είδα την στροφή και έχασα το έλεγχο του αυτοκινήτου. Μόνο εγώ….
Σου είπα ψέματα γιατί φοβόμουν πως μετά από αυτό θα σε έχανα και δεν θα το άντεχα. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς εσένα και χωρίς το γιο μας. Θα έμενες δίπλα μου αν ήξερες από την αρχή πως εγώ οδηγούσα το αυτοκίνητο και όχι ο αδερφός σου; Τιμωρήθηκα και εγώ όμως... Η αναπηρική καρέκλα μου θυμίζει κάθε λεπτό τα λάθη που έκανα.
Τώρα πια δεν μπορώ να παίξω μπάσκετ με το γιο μου. Δεν μπορώ να τρέξω σε αγώνες με την μηχανή, να εργαστώ. Δεν είμαι πια ο άντρας που παντρεύτηκες, ούτε ο καλύτερος πατέρας για τον γιο μας. Πάντα ήθελα ο γιος μας να νοιώθει περήφανος για τον πατέρα του. Να έχει ως πρότυπο του εμένα. Μα δεν τα κατάφερα... Τώρα μόνο ντροπή θα νοιώθει για μένα.
Νόμιζα πως θα συνήθιζα αυτή την απαίσια καρέκλα και τις ενοχές που με βασανίζουν τα βράδια... Πίστευα πως εσύ και ο γιος μας θα με κάνατε με τον καιρό να νιώσω καλύτερα. Έκανα λάθος. Σας λατρεύω μα δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω έτσι. Απλά δεν μπορώ.
Συγχώρεσε με. Σε αγαπώ.
Ο Χρήστος άφησε το στυλό στο γραφείο και πήρε το κουτί με τα χάπια που είχε κρύψει νωρίτερα στο συρτάρι. Το τέλος έμοιαζε να πλησιάζει…
«Μπαμπά, τι έπαθες;» φώναξε ο μικρός Γιώργος όταν βρήκε το πατέρα του αναίσθητο, δίπλα σε ένα άδειο κουτί χαπιών.
«Σε παρακαλώ μπαμπά μη πεθάνεις. Σε αγαπώ τόσο πολύ. Μη με αφήσεις μόνο. Σε χρειάζομαι δίπλα μου. Έχω ανάγκη την αγκαλιά σου, τα χάδια και τα φιλιά σου, τις συμβουλές σου. Μη φύγεις, μπαμπάκα μου, σε παρακαλώ».
Λίγη ώρα αργότερα ένα ασθενοφόρο έφτασε έξω από το σπίτι. Ήταν πλέον αργά...