Το στοιχειωμένο πανδοχείο
Γράφει η Γεωργία Μαρίνου
Η Κάθριν τα τελευταία χρόνια ζούσε μόνη προσπαθώντας να διατηρήσει το πανδοχείο της. Ήταν πάντα ευγενική και καλή με τους άλλους αλλά προτιμούσε να περνάει το χρόνο της στην αυλή χαζεύοντας την φύση. Έτσι της άρεσε να περνάει τις μέρες της.
Ο χειμώνας δεν άργησε να φανεί και αμέσως τύλιξε το πανδοχείο της. Ο αέρας αμέσως έγινε πιο δυνατός, ερχόταν καταιγίδα… Προχώρησε στην υγρή ξύλινη πόρτα και κλείδωσε διπλά. Ήταν σίγουρη πως δεν θα είχε και πολλούς πελάτες εκείνη τη μαύρη νύχτα. Πήγε στο δωμάτιο της και αφέθηκε στην αγκαλιά του ύπνου.
Όταν το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα, κάποιος χτύπησε την πόρτα του πανδοχείου της. Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες με τη νυχτικιά της. Άνοιξε την πόρτα τόσο, όσο να φαίνεται μόνο το πρόσωπο της. Μπροστά της στεκόταν ένας άντρας. Τον ρώτησε τι ήθελε κι εκείνος ζήτησε ευγενικά ένα δωμάτιο. Η Κάθριν του άνοιξε την πόρτα και τον έβαλε να κάτσει στο σαλόνι.
Φαινόταν μυστήριος, αλλά όχι τόσο επικίνδυνος. Του πρόσφερε μία κούπα ζεστού καφέ και τον άφησε μπροστά του στο τραπέζι. Πρόσεξε το πρόσωπο του, ήταν κατάχλομος. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Εκείνη κατέβασε το βλέμμα κι έτρεξε να φέρει τα κλειδιά για το δωμάτιο του.
Η σκέψη πως ήταν μόνοι στο πανδοχείο της προκαλούσε ρίγος, λες κι ο χειμώνας είχε τυλίξει την ίδια τώρα. Της συστήθηκε ως Σαμ Βαμ, η Κάθριν δεν άργησε να του παραδώσει τα κλειδιά. Εκείνος έγνευσε το κεφάλι του ευγενικά και προχώρησε προς τη σκάλα. Λίγο πριν ανέβει γύρισε το πρόσωπο του και την κοίταξε επίμονα, ύστερα συνέχισε στην κατεύθυνση του. Η Κάθριν κάθισε στον καναπέ, πρόσεξε πως ο Σαμ δεν είχε πιει ούτε γουλιά από τον καφέ του.
Μετά από λίγο ανέβηκε και η ίδια στο δωμάτιο της και ευχήθηκε να περάσει μία ήρεμη νύχτα…
Η ώρα ήταν περασμένες τρεις. Όσο και να προσπαθούσε να κοιμηθεί η συνεχώς ξυπνούσε από τον κρύο ιδρώτα που την έλουζε. Ένιωθε πως όταν έκλεινε τα μάτια της, κάποιος ήταν εκεί και την κοιτούσε. Μια έντονη δύναμη, που δεν μπορούσε να εξηγήσει, την ωθούσε να πάει να τον βρει. Προσπαθούσε να παλέψει με αυτή την επιθυμία αλλά δεν άντεξε άλλο, πήγε στο δωμάτιο του μυστήριο άνδρα. Άνοιξε σιγά, σιγά την πόρτα, ήταν ξεκλείδωτη. Το βλέμμα της έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι του, δεν βρισκόταν όμως εκεί. Που είχε πάει;
Προχώρησε πιο βαθιά στο δωμάτιο, ώσπου έφτασε στο κομοδίνο, κοίταξε τον καθρέφτη, τον είδε πίσω της. Τρόμαξε αρκετά, άγγιξε το στήθος της για να ηρεμίσει την καρδιά της. Ο νεαρός άνδρας την καθησύχασε. Την κράτησε από τους ώμους και την κοίταξε έντονα στα μάτια. Η Κάθριν φαινόταν σαν υπνωτισμένη. Ο Σαμ της είπε να ηρεμίσει και πως σύντομα η άχαρη ζωή της θα τελείωνε. Εκείνη δεν φαινόταν να αντιστέκεται. Ο Σαμ άνοιξε το στόμα του, εμφανίζοντας τους κυνόδοντες του, αμέσως βρέθηκαν καρφωμένοι στο λαιμό της.
Πέρασε αρκετός καιρός από τότε και κανείς δεν την είχε αναζητήσει. Δεν είχε κανένα συγγενή που να είναι ζωντανός. Ο κόσμος, χωρίς να ξέρει τι συνέβη στο πανδοχείο συνέχισε να πηγαίνει εκεί. Κάθε φορά πήγαινε και διαφορετικός πελάτης, ποτέ δεν υπήρξε κάποιος μόνιμος, έτσι ήταν πιο εύκολο για τον Σαμ να τους ξεγελάσει. Η τακτική του ήταν ίδια με όλα του τα θύματα. Το βράδυ που κοιμόντουσαν, πήγαινε κοντά τους, τους ψιθύριζε στο αυτί να ξυπνήσουν και να πάνε στο δωμάτιο του. Έναν, προς ένα του σκότωνε και στράγγιζε τα σώματα τους.
Οι μέρες, οι μήνες έτσι περνούσαν, με δολοφονίες, ώσπου το ξενοδοχείο κατέληξε να θεωρείται στοιχειωμένο. Όποιος έμπαινε εκεί μέσα δεν ξανά έβγαινε.
Σύντομα μία ομάδα εφήβων αποφάσισαν να επισκεφθούν το μέρος και να αποδείξουν πως δεν υπήρχε τίποτα το τρομαχτικό εκεί. Το πρώτο παράξενο συμβάν για την ομάδα ήταν πως ο ιδιοκτήτης, δεν έβγαινε έξω τη μέρα, με τη δικαιολογία πως ο ήλιος τον ζάλιζε. Πάντα φρόντιζε να βρίσκεται στα σκοτεινά σημείο του σπιτιού…
Το βράδυ, όταν ο βρικόλακας ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το συνηθισμένο του σχέδιο, κάτι παράξενο συνέβη. Η ομάδα των παιδιών καλούσε πνεύματα. Αυτό αναστάτωσε τον βρικόλακα και μπήκε αμέσως στο δωμάτιο τους. Τους σταμάτησε και τους απείλησε πως αν συνέχιζαν θα τους έδιωχνε.
Την υπόλοιπη νύχτα, προσπαθούσε να αφουγκραστεί τις φωνές τους, να σιγουρευτεί πως έχουν κοιμηθεί. Όταν ήταν πλέον σίγουρος, άνοιξε αργά την πόρτα και πλησίασε το κρεβάτι τους. Ήταν έτοιμος να κάνει άλλο ένα βήμα, όταν ένας αόρατος τοίχος τον εμπόδισε να προχωρήσει. Έκανε ένα βήμα πίσω, προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Κοίταξε ασυναίσθητα τον καθρέφτη, την είδε. Ήταν η… όχι αφού ήταν νεκρή πως ήταν δυνατόν; Αυτά τα καταραμένα παιδιά είχαν καταφέρει να την καλέσουν. Μα πως ήξεραν; Η Κάθριν με μία φράση τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Δεν ήξεραν. Γι αυτούς ήταν απλά ένα παιχνίδι. Αλλά της έδωσαν μία ευκαιρία να εκδικηθεί.
Η Κάθριν κάρφωσε στην καρδιά του Σαμ, ένα ξύλινο παλούκι. Τον σκότωσε.
Το επόμενο πρωί τα παιδιά ξύπνησαν τρομαγμένα, από την όψη του νεκρού βρικόλακα. Το σώμα του ήταν ακίνητο σαν πορσελάνη. Πρόσεξαν τους κυνόδοντες του, κατάλαβαν πως κάτι τους είχε σώσει εκείνο το βράδυ. Δεν έκατσαν πολύ να το ψάξουν, έφυγαν αμέσως για να γλυτώσουν τις κατηγορίες.
Περαστικοί συνέχισαν να ψάχνουν καταφύγιο στο πανδοχείο. Κάθε φορά όμως που προσπαθούσαν να μπουν μία αόρατη δύναμη τους εμπόδιζε. Λες και υπήρχε ένα διάφανο γυαλί μπροστά από την πόρτα. Στα γύρω χωριά άρχισαν να πιστεύουν πως το πανδοχείο ήταν στοιχειωμένο. Πολλοί έλεγαν πως τα λουλούδια του κήπου παρέμεναν ανθισμένα ακόμα και το χειμώνα. Το μυστήριο έμεινε για πάντα άλυτο. Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εκεί μέσα; Η μόνη που ήξερε ήταν η Κάθριν… αλλά ήταν νεκρή. Την αιώνια ζωή της, την πέρασε στο αγαπημένο της πανδοχείο, φροντίζοντας τα λουλούδια της… Κανείς δεν την ενόχλησε ποτέ ξανά.