Εάν ήξερα...

2020-03-23 10:08

Γράφει: Μαίρη Κάντα (συγγραφέας)

Εάν ήξερα, θα γελούσα με τις αστείες γκριμάτσες σου. Αλήθεια! Δεν θα σε αποκαλούσα ενοχλητικό ή ανόητο. Δεν θα εκνευριζόμουν, όταν με τρόμαξες με αυτή την απαίσια μάσκα που φορούσες. Ούτε όταν λέρωσες με μπογιές το καινούριο λευκό χαλί... Ούτε τα καινούρια σεντόνια.. Δεν γνώριζα για την έκπληξη που μου ετοίμαζες...

Εάν γνώριζα, θα σε άφηνα να μου πεις για το κορίτσι στο σχολείο... Εκείνο που όταν σου μίλησε, τα μάγουλα σου έγιναν κόκκινα. Εκείνο που σου έδωσε το μικρό χρυσό αυτοκόλλητο και το έκρυβες κάτω από το μαξιλάρι... Εάν γνώριζα, δεν θα σε εμπόδιζα να μου πεις ξανά και ξανά για το πώς συναντηθήκατε. Ας το έκανες, δεκάδες, χιλιάδες φορές.

Θα σε φωτογράφιζα συνέχεια. Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. Όταν ξυπνούσες, όταν διάβαζες το αγαπημένο σου βιβλίο, όταν έπλενες τα δόντια σου. Θα σε φωτογράφιζα και όταν κρυφά έπαιζες παιχνίδια με το κινητό μου ή όταν έβγαινες αχτένιστος από το μπάνιο. Θα σε τραβούσα άπειρες φωτογραφίες και ας θύμωνες. Εάν γνώριζα...

Εάν ήξερα, θα σε γέμιζα με φιλιά και αγκαλιές. Κάθε στιγμή της ημέρας. Αλήθεια! Και ας φώναζες "δεν είμαι μωρό". Και ας γελούσα κρυφά με την αντίδρασή σου. Όμως, θα σε κρατούσα σφιχτά... Θα ήσουν μαζί μου για πάντα... Ασφαλής. Δεν θα χωρίζαμε ποτέ. Μαζί θα κάναμε τα πάντα.

Θα άφηνα την δουλειά. Πίστεψέ με! Θα τα άφηνα πίσω μου όλα. Μόνο για σένα. Κάθε πρωί θα σου ετοίμαζα το πρωινό, θα σε ξυπνούσα με χάδια και γαργαλητά. Και μετά το σχολείο, θα ζωγραφίζαμε τον χάρτη της Ελλάδος που τόσο ήθελες. Το ίδιο θα κάναμε και με τους άλλους χάρτες. Θα ζωγραφίζαμε ό,τι ήθελες, εάν δεν άλλαζαν όλα...

Και παραμύθια! Άπειρα παραμύθια, αλήθεια! Κάθε βράδυ θα διάβαζα τον "Μικρό Πρίγκιπα" που τόσο σου άρεσε. Και δεν θα σταματούσα, μέχρι να αποκοιμηθείς εντελώς. Τα Σαββατοκύριακα, θα σου έδινα να φας το αγαπημένο σου γλυκό. Θα έβλεπες και τα αγαπημένα σου κινούμενα σχέδια. Ναι, θα μπορούσες να δεις τους "Πυτζαμό-ήρωες", όσες φορές ήθελες.

Αν ήξερα, όλα θα ήταν διαφορετικά. Όταν μου ζήτησες να πάμε στο κοντινό πάρκο να παίξεις με την συμμαθήτρια σου, αρνήθηκα. Είχα πολύ δουλειά στον υπολογιστή. Μου θύμωσες. Με το δίκιο σου. Έπειτα, έβαλες τα κλάματα και με ρώτησες γιατί. Προσπάθησα να σου εξηγήσω. Να σου πω για την δουλειά, για το πόσο σημαντική ήταν. Μα δεν καταλάβαινες. Είχες τελειώσει τα μαθήματά σου. Ο καιρός ήταν όμορφος... Βαριόσουν μέσα στο σπίτι... Σου ζήτησα να παίξεις με τα παιχνίδια σου. Τα πέταξες όλα κάτω, έσπασες μερικά...

Τότε θύμωσα εγώ. Ήταν ακριβά παιχνίδια. Δούλευα πολλές ώρες. Είχα κουραστεί. Και δεν με καταλάβαινες. Πώς μπορούσε να με καταλάβει ένα οκτάχρονο παιδί; Ήταν παιδί... Μακάρι να το θυμόμουν τότε. Μακάρι να μη θύμωνα τόσο. Σε έβαλα στο δωμάτιο σου. Για τιμωρία. Πήρα όλα τα παιχνίδια σου και τα έβαλα στο ψηλότερο σημείο της ντουλάπας. Σου φώναξα οργισμένη πως θα έμενες για ώρες εκεί. Και ύστερα έκλεισα την πόρτα.

Σε άκουσα να κλαις πίσω από την κλειστή πόρτα. Άκουσα να με παρακαλάς. Φώναζες να ξεκλειδώσω. Δεν το έκανα. Επέστρεψα στο γραφείο μου και στον υπολογιστή. Είχα δουλειά, ακόμα. Πέρασαν ώρες. Βράδιασε, όταν αποφάσισα να φτιάξω φαγητό. Έφτιαξα το αγαπημένο σου. Μακαρόνια με σάλτσα. Φώναξα το όνομά σου καθώς έφερνα στο δωμάτιο το φαγητό. Δεν μου απάντησες. Φαντάστηκα πως ήσουν ακόμα θυμωμένος. Ή κοιμόσουν.

Ξεκλείδωσα την πόρτα. Δεν ήσουν στο κρεβάτι. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Ένας δυνατός αέρας έριξε την κορνίζα που υπήρχε στο γραφείο, στο πάτωμα. Το τζάμι έσπασε σε δεκάδες κομμάτια. Άφησα το πιάτο και έτρεξα στο μπαλκόνι.. Ούρλιαξα.... Και μετά σιωπή... Μέναμε στο τρίτο όροφο. Βγήκες στο μπαλκόνι...Ήθελες μόνο να παίξεις... Ήσουν παιδί... Και έπεσες στο δρόμο, μέσα σε μια στιγμή...

Δεν ήξερα τι θα συνέβαινε.. Συγγνώμη γιε μου...