Εγώ που πουλούσα το κορμί μου
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Kάποτε με φώναζαν όλοι Λένα,Λενάκι ή Λενιώ,το θεωρούσα εξάλλου δεδομένο αφού έτσι με είχαν βαφτίσει. Μεγάλωσα σε μια φτωχογειτονιά κάτω από δύσκολες συνθήκες μέσα σε μια οικογένεια όπου οι λέξεις αγάπη και αφοσίωση φάνταζαν μάλλον άγνωστες. Δεν είχα ποτέ κάποιον τον οποίο θα ήθελα να ακολουθήσω, στον οποίο θα ήθελα να μοιάσω,” απουσία προτύπων” το είχε χαρακτηρίσει αυτό μια κυρία σπουδαγμένη κάποτε στην τηλεόραση. Η μητέρα μονίμως απούσα παραδομένη σε ψεύτικους, απατηλούς ορίζοντες της ηρωϊνης ή χαπιών όταν η λευκή σκόνη απουσίαζε λόγω έλλειψης ρευστού. Ο πατέρας μπλεγμένος με άτομα του υπόκοσμου επίσης άφαντος για μέρες καβάλα σε μια παλιά μοτοσυκλέτα. Αδέλφια δεν είχα,ί σως και να στηριζόμουν κάπου αν υπήρχαν.
Στην ηλικία των δεκαπέντε η μάνα μου θεώρησε πως έπρεπε να συνεισφέρω κι εγώ οικονομικά,να βοηθήσω στο σπίτι. Γρήγορα κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε όταν μιλούσε για “βοήθεια”. Αφού προηγήθηκε ένας κοφτός και τελεσίδικος μονόλογός της μου κατέστησε σαφές ότι όφειλα να πλαγιάζω με “πελάτες” που εκείνη θα διάλεγε με προσοχή. Με διαβεβαίωνε πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να φοβάμαι, εκείνη ως “μάνα” ήξερε τι έκανε. Όσο κι αν αρχικά προσπάθησα να αντισταθώ ήταν μάταιο, καθώς η βία που ασκούσε επάνω μου δεν γινόταν να αγνοηθεί
Είχα ήδη κλείσει τα δεκαοχτώ και ήμουν σίγουρη πως θα περνούσα το υπόλοιπο της ζωής μου πάνω σε κρεβάτια με ρυπαρά σεντόνια, περικυκλωμένη από τοίχους που “έβλεπαν” τα καθημερινά μου κατάντια. Δυσκολευόμουν να έχω μια φυσιολογική ζωή καθώς δεν γνώριζα τι εστί παιδικότητα, μητρότητα, αγάπη επί της ουσίας. Αρνητικές σκέψεις αναδύονταν διαρκώς κι όσο κι αν κατέβαλλα φιλότιμες προσπάθειες δεν μπόρεσα να τις “βουλιάξω”, ο κυνισμός και η αχαριστία κατάντησαν μόνιμοι ακόλουθοί μου. Δεν το έκανα επίτηδες, άθελά μου γινόμουν όλα αυτά που απευχόμουν,όλα αυτά που μισούσα. Το εύκολο χρήμα που έρεε άφθονο, μπορούσα να το διαχειρίζομαι πλέον κατά βούληση κι αυτό μου έδινε την απατηλή αίσθηση της παντοδυναμίας και υπεροχής απέναντι στις άλλες που πάσχιζαν για τρεις κι εξήντα! Σχόλια πικρόχολα και υποτιμητικά δεν μπορούσαν να με αγγίξουν πια, είχα ατσαλώσει καρδιά και ψυχή.
Τα χρόνια περνούσαν και που και που σήκωνε δειλά το κεφαλάκι της η οργή,η οργή απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Άρχισα να νιώθω βρόμικη σε κορμί και ψυχή, πώς μπόρεσα να επιτρέψω κάτι τέτοιο; Γιατί δεν αναζήτησα μια λύση έστω πρόσκαιρη κι ας μην ήταν και τόσο αποτελεσματική; Γιατί επέτρεψα στον εαυτό μου να πέσει τόσο χαμηλά έχοντας ως μόνιμη δικαιολογία πως ήμουν μικρή κι ανώριμη; Ατελείωτα γιατί εξακολουθούσαν να παραμένουν αναπάντητα κι εγώ ένιωθα μόνη, αρνούμενη να βάλω επιτέλους ένα τέλος σε όλο αυτό που ζούσα.
Σήμερα ούσα σε μια αρκετά ώριμη ηλικία ανήκω στην λεγόμενη “ελίτ”της κοινωνίας. Δεν με χρησιμοποιεί πια κανένας, αντιθέτως αν ήθελα θα χρησιμοποιούσα εγώ τους άλλους, βλέπετε όταν είσαι σύζυγος “μεγάλου ψαριού” όλα επιτρέπονται! Το ταίρι μου εκνευρίζεται καμιά φορά επειδή ασχολούμαι υπερβολικά με το ίδρυμα που είναι δημιούργημά μου, ένα ίδρυμα που προσφέρει στέγη και γενικότερη βοήθεια σε πρώην ιερόδουλες. Τον αφήνω να απορεί....εξάλλου πως να καταλάβει..ποτέ δεν του μίλησα για το παρελθόν μου...