Έλσα και Κλειώ

2019-05-13 10:27

Γράφει: Μαίρη Κάντα (συγγραφέας)

 

« Έλσα πού πάς;» ρώτησε ανήσυχη Κλειώ η δασκάλα την μικρή της μαθήτρια που ετοιμαζόταν να το σκάσει από το σχολείο, πριν τελειώσουν τα μαθήματα. Η Έλσα ταράχτηκε. Είχε σκεφτεί να φύγει μόνη, χωρίς να την δει κανένας. Μα το σχέδιο της δεν πέτυχε. Τώρα ήταν αναγκασμένη να πει την αλήθεια στη δασκάλα. «Δεν θέλω να επιστρέψω ξανά στο σπίτι» είπε διστακτικά.

«Γιατί;» ρώτησε ξανά η δασκάλα. «Γιατί οι γονείς μου δεν είναι οι πραγματικοί και τόσο καιρό με κορόιδευαν» είπε και έβαλε τα κλάματα. Η Κλειώ την έσφιξε στην αγκαλιά της και είπε: «Και δεν σκέφτεσαι πόσο θα στεναχωρηθούν που σε αγαπούν τόσο πολύ;» Η Έλσα της απάντησε: «Μα δεν είμαι κόρη τους». «Κάνεις μεγάλο λάθος. Θέλεις να σου δείξω κάτι;» την ρώτησε η Κλειώ και η Έλσα έγνεψε καταφατικά.

  Τότε η Κλειώ πήρε από το χέρι την μικρή Έλσα και μαζί έφτασαν μέχρι τον πίνακα. Εκεί η Κλειώ σχεδίασε μία πόρτα με την κιμωλία. Η πόρτα άνοιξε και αμέσως οι δυο τους μεταφέρθηκαν σε ένα δάσος.«Πού είμαστε;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Έλσα. «Περίμενε και θα δεις» απάντησε η Κλειώ και κρύφτηκαν πίσω από ένα δέντρο.

Λίγο αργότερα, εμφανίστηκαν στο δάσος ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι. Φαινόντουσαν λυπημένα και τρομαγμένα. «Δεν θα έρθουν ξανά οι γονείς μας.» είπε το κορίτσι στον αδερφό της. Ο αδερφός  της, την αγκάλιασε σφιχτά. Τα δύο παιδιά συνέχισαν να περπατούν στο δάσος.

Το κορίτσι, καθώς περπατούσε, βρήκε κάποια μούρα. Τα πήρε στο χέρι  και ετοιμάστηκε να τα βάλει στο στόμα της. Ο αδερφός της φώναξε «Μη!» και το κοριτσάκι πέταξε τα μούρα κάτω. «Είναι δηλητηριώδη» είπε το μεγαλύτερο παιδί και συνέχισε «Δεν θυμάσαι τι έχει πει ο μπαμπάς; Τα μούρα σε αυτό το δάσος είναι δηλητηριώδη». «Μα πεινάω» είπε παραπονεμένα το κορίτσι, καθώς δεν είχε φάει τίποτα τις τελευταίες ημέρες.

Κάποια στιγμή συνάντησαν μπροστά τους ένα μεγάλο καφέ λύκο. Κοντοστάθηκαν  καθώς ο λύκος τους πλησίαζε και τραγουδούσε: «Δύο μόνα  παιδιά μέσα στο δάσος φοβισμένα. Τι χαρά! Θα γεμίσει η δική μου  κοιλιά» Ο λύκος, με μιας προσπάθησε να αρπάξει τα παιδιά και εκείνα ούρλιαξαν δυνατά.

«Να κάνουμε κάτι» φώναξε και η μικρή Έλσα. Πριν προλάβει να απαντήσει η Κλειώ, ένας γεράκος εμφανίστηκε και αμέσως απομάκρυνε τα παιδιά από τον λύκο. Έπειτα με ένα ξύλο, χτύπησε δυνατά τον λύκο και εκείνος έφυγε. «Είμαι ο Τζεπέτο. Τι κάνετε στο δάσος;» ρώτησε τα παιδιά ο άντρας. «Εμένα με λένε Χάνσελ και την αδερφή μου Γκρέτελ. Μας παράτησαν οι γονείς μας εδώ γιατί ήταν πολύ φτωχοί» απάντησε το αγόρι.

 Ο γερό-Τζεπέτο αγκάλιασε σφιχτά τα παιδιά και είπε: «Θέλετε να μείνετε μαζί μου; Είμαι γέρος, και δεν έχω δικά μου παιδιά. Αλλά θα σας αγαπάω, και θα σας φροντίζω σαν να είσαστε δικά μου παιδιά. Έχω μία μεγάλη ξύλινη κούκλα, τον Πινόκιο, στο σπίτι. Μπορώ να σας φτιάξω και άλλα ξύλινα παιχνίδια για να παίζετε συνέχεια.»Τα δύο παιδιά χάρηκαν πολύ και αμέσως συμφώνησαν να ακολουθήσουν το γέρο-Τζεπέτο στο σπίτι του.

Όταν έφυγαν οι τρεις τους, η Κλειώ είπε στη μικρή Έλσα: «Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ έζησαν ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια δίπλα στον γερό Τζεπέτο. Πραγματικός γονιός είναι αυτός που αγαπάει και προστατεύει ένα παιδί από όλους τους κινδύνους, όπως έκανε και ο γερό Τζεπέτο για αυτά τα δύο αδέρφια». «Αν δεν ήταν αυτός, θα τους έτρωγε ο κακός λύκος» απάντησε σκεφτική η Έλσα. «Ακριβώς» είπε χαμογελαστή η Κλειώ. «Τι λες; Θέλεις να επιστρέψουμε πίσω στους γονείς σου; Σε λίγο θα έρθει ξανά ο λύκος» συνέχισε η γυναίκα και η Έλσα έγνεψε καταφατικά.