Ένα διαφορετικό παραμύθι

2019-01-28 10:38

Γράφει: Μαίρη Κάντα

 

«Μαμά, σήμερα δεν θα μου πεις παραμύθι;» ρώτησε η 8χρονη Εύη  την μητέρα της, λίγο πριν εκείνη βγει από το υπνοδωμάτιο της. «Παραμύθι; Νόμιζα πως ήσουν πια μεγάλη για παραμύθια» είπε η μητέρα της, Έλσα. «Δεν είμαι, δεν είμαι» παραπονέθηκε το κοριτσάκι. «Εντάξει, νομίζω πως έφτασε η ώρα για να σου μιλήσω για ένα μπαμπά και ένα μικρό κοριτσάκι που….» «Όχι, για πριγκίπισσες και μαγικά βασίλεια θέλω να μου μιλήσεις» πετάχτηκε το κορίτσι, πριν προλάβει η Έλσα να ολοκληρώσει την φράση της. «Εντάξει, κάνε ησυχία να ακούσεις προσεκτικά αυτή τη ιστορία» είπε η Έλσα και άρχισε να της διηγείται ένα παραμύθι αλλιώτικο από τα υπόλοιπα…

«Μια φορά και ένα καιρό, ο βασιλιάς Αρίστος ήταν ο βασιλιάς της Φεγγαροχώρας. Ο Αρίστος ήταν ένας πολύ καλός, τίμιος, και χαμογελαστός άνθρωπος. Οι υπήκοοι του τον σέβονταν και τον αγαπούσαν πολύ. Μα και αυτός τους αγαπούσε. Έκανε μόνο καλές και δίκαιες πράξεις και βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη. Έτσι όλοι ήταν ικανοποιημένοι.

Όταν έφτασε η ώρα του γάμου, ο βασιλιάς Αρίστος, αποφάσισε να παντρευτεί την Ελισάβετ, μία γυναίκα που είχε γνωρίσει σε ένα χορό του παλατιού. Η Ελισάβετ ήταν μία γλυκιά κοπέλα, με μακριά σγουρά ξανθιά μαλλιά, πράσινα μάτια και….» «Και πολύ όμορφη σαν εσένα, μαμά. Έχει και το δικό σου όνομα» πετάχτηκε η μικρή Εύα.

«Ναι…» είπε η Έλσα και συνέχισε «Θα με αφήσεις να συνεχίσω το παραμύθι;» Το κορίτσι κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και η Έλσα συνέχισε την αφήγηση.

«Η Ελισάβετ αγάπησε από την πρώτη στιγμή τον βασιλιά Αρίστο. Ήταν πολύ τυχερή που την είχε διαλέξει για σύζυγό του. Ο γάμος τους ήταν υπέροχος και το ζευγάρι έλαμπε από ευτυχία. Λίγο καιρό αργότερα, η Ελισάβετ γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι.  Οι γονείς ονόμασαν το κοριτσάκι Ευτυχία, για να τους θυμίζει την ευτυχία που τους έφερε η γέννηση του.

Τα χρόνια περνούσαν και η μικρή Ευτυχία μεγάλωνε. Μα μαζί της, μεγάλωναν και οι υποχρεώσεις του βασιλιά Αρίστου. Ο Αρίστος ανησυχούσε πως δεν ήταν αρκετά καλός και ικανός για το βασίλειό του. Έτσι, σταμάτησε σιγά-σιγά να περνάει χρόνο με την σύζυγό και το παιδί του, δεν χαμογελούσε πια και είχε περισσότερα νεύρα. Η Ελισάβετ προσπαθούσε να τον στηρίξει, μα εκείνος δεν ήθελε την βοήθεια της συζύγου του.

Κάποια μέρα, ένας υπήκοος δώρισε στον βασιλιά Αρίστο, ένα μπουκάλι που είχε μέσα ένα κόκκινο υγρό. Ονομαζόταν «κρασί» και ο υπήκοος είπε πως ήταν η λύση για όλα τα προβλήματα. Ο βασιλιάς Αρίστος τον πίστεψε και το δοκίμασε. Του άρεσε πολύ η γεύση και συνέχισε να πίνει, μέχρι που άρχισε να νοιώθει ξαφνικά χαρούμενος και δεν τον ένοιαζε καμία υποχρέωση του βασιλείου του.

Όταν ένοιωθε αγχωμένος, έπινε το «μαγικό» αυτό υγρό και ξεχνούσε όλες τις έγνοιες του. Όταν τέλειωσε το μπουκάλι κρασιού, διέταξε τα άτομα του παλατιού, να του βρουν περισσότερα μπουκάλια κρασί. Έτσι κάθε μέρα έπινε ολοένα και περισσότερο. Μα η σύζυγός του, Ελισάβετ, είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ο χαρακτήρας του συζύγου της, είχε αλλοιωθεί. Όσο περισσότερο έπινε, τόσο περισσότερο θύμωνε με όλους, ακόμα και με την γυναίκα του  και την κόρη του.

Ένα απόγευμα , ο βασιλιάς Αρίστος, ήταν τόσο πολύ μεθυσμένος που πήγε στο παιδικό δωμάτιο και  άρχισε να χτυπάει πολύ την 4χρονη κόρη του, δίχως καμία αιτία. Η μικρή Ευτυχία έκλαιγε, μα εκείνος δεν σταματούσε. Η Ελισάβετ, έτρεξε γρήγορα στο παιδικό δωμάτιο και προσπάθησε να προστατέψει την κόρη της. Η μανία του Αρίστου όμως ήταν τόσο μεγάλη που χτύπησε άσχημα και την γυναίκα του. Χρειάστηκε να επέμβουν οι άντρες του παλατιού για να ηρεμήσουν τον βασιλιά και να βοηθήσουν την βασίλισσα και την μικρή πριγκίπισσα.

Όταν η βασίλισσα συνήλθε από το σοκ, συνειδητοποίησε πως το παλάτι δεν ήταν πια ένας ασφαλής τόπος για εκείνη και το παιδί της. Ο Αρίστος ήταν βίαιος και έπρεπε να προστατέψει το παιδί της, από αυτό το άτομο. Έτσι, το ίδιο βράδυ, έντυσε καλά την μικρή Ευτυχία και έφυγαν κρυφά από το παλάτι…» «Δεν μου αρέσει το παραμύθι, είναι πολύ στενάχωρο» παραπονέθηκε η μικρή Εύη.

Η Έλσα της χαμογέλασε. «Μα δεν τελείωσε ακόμα. Άσε με να συνεχίσω…» «Η βασίλισσα Ελισάβετ και η κόρη της μετά από ώρες περπατήματος, πέρασαν τα σύνορα της Φεγγαροχώρας και έφτασαν στη Ονειροχώρα.  Εκεί γνώρισαν τον βασιλιά Θεόδωρο και έμειναν για πάντα στο βασίλειο του. Ήταν χαρούμενες και ασφαλείς γιατί ο βασιλιάς Αρίστος δεν μπορούσε να τις βρει.

Και θέλεις να μάθεις και κάτι που σου έκρυψα; Η βασίλισσα Ελισάβετ, είμαι εγώ μωρό μου. Η μικρή Ευτυχία είσαι εσύ και ο βασιλιάς Αρίστος…»  «Ο πραγματικός μπαμπάς μου, έτσι μαμά; Γι αυτό το λόγο μου είπες αυτό το παραμύθι; Για να μου πεις για τον μπαμπά;» «Ναι ψυχή μου…» απάντησε η Έλσα δακρυσμένη. «Ο μπαμπάς σου έπινε πολύ αλκοόλ και μετά γινόταν βίαιος. Έπρεπε να φύγω από το σπίτι για να σε προστατέψω.»

«Μαμά, να σου πω και εγώ κάτι; Ένας άντρας, με βρήκε πριν λίγες μέρες έξω από το φροντιστήριο των Αγγλικών. Μου είπε πως τον έλεγαν Αριστείδη, με αποκάλεσε «κοριτσάκι του» και έβαλε τα κλάματα. Πήγε να με αγκαλιάσει, μα τρόμαξα και μπήκα μέσα στη αίθουσα. Αυτός ήταν ο πατέρας μου, μαμά; Κινδυνεύουμε ξανά;» είπε η Εύη και άρχισε να κλαίει. «Ηρέμησε καρδιά μου. Δεν θα μας πειράξει ποτέ κανείς ξανά. Ηρέμησε»