Επικίνδυνος έρωτας

2017-12-09 20:47
 
 

Γράφει: Μαίρη Κάντα

 
Η Αλίκη, ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών και ζούσε μαζί με τις δύο αδερφές της στο Λονδίνο. Γεννήθηκε, δίχως το αριστερό της πόδι, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να σπουδάσει αυτό που ονειρευόταν από μικρή: την φωτογραφία.  
Η νεαρή κοπέλα, ζούσε φυσιολογικά την φοιτητική της ζωή. Κάθε πρωί, ξυπνούσε, τοποθετούσε το τεχνητό της πόδι και πήγαινε στη σχολή. Είχε αποφασίσει πως δεν θα την επηρεάζε ποτέ και καθόλου η αναπηρία της στο να ζήσει όμορφα  και να κάνει όσα θέλει. 
Όλα άλλαξαν όμως, όταν γνώρισε τον Άλεξ. Ο Άλεξ ήταν ο νέος της συμφοιτητής και ο γόης της σχολής. Όλα τα κορίτσια ξετρελάθηκαν με την ομορφιά του: ψηλός, γαλαζομάτης με καστανά μάτια, γυμνασμένος και με ένα υπέροχο χαμόγελο. Η Αλίκη τον ερωτεύτηκε αμέσως.  “Μα τι πιθανότητες έχω να με ερωτευτεί και εκείνος;” σκέφτηκε απογοητευμένη. “Ποτέ δεν θα με θέλει, έτσι όπως είμαι”. Η κοπέλα έπεσε σε βαριά μελαγχολία. Όσο τον έβλεπε στη σχολή, τόσο περισσότερο στεναχωριόταν. Άρχισε να ζηλεύει όλα τα υπόλοιπα κορίτσια που είχαν και τα δυο τους πόδια και μπορούσαν να έχουν όποιον άντρα ήθελαν. 
Ένα βράδυ, η Αλίκη αποφάσισε να βγει να φωτογραφίσει παλιά, ερειπωμένα σπίτια,για μία εργασία στη σχολή της. Ήθελε να ήταν μία διαφορετική εργασία, “πιο τρομακτική”, όπως είπε στον καθηγητή της και έτσι ήταν. Η κοπέλα περπατούσε  τρομαγμένη. Υπήρχε απόλυτη ησυχία, στις συνοικίες που πήγαινε. Κανένας άνθρωπος, μα ούτε αυτοκίνητο, δεν περνούσε. “Πόσο χαζή είμαι” σκέφτηκε, “Δεν έπρεπε να έρθω μόνη μου εδώ” συνέχισε και αποφάσισε να φύγει.
Μα ξαφνικά, σε ένα από τα ερειπωμένα σπίτια, είδε φως. Η περιέργεια της, την ώθησε να πλησιάσει περισσότερο σε αυτό το σπίτι. Κοίταξε από το παράθυρο του σπιτιού και μέσα είδε μια γριούλα να πλέκει. Κοντά στα πόδια της, υπήρχε ένα αναμένο τζάκι, ενώ υπήρχε η μυρωδιά φρεσκοψημμένων μπισκότων. Η Αλίκη, ξαφνιάστηκε. “Τι γυρεύει μία γριούλα σε αυτό το μισοχαλασμένο σπίτι;” σκέφτηκε. 
Με μία απρόσεκτη κίνηση, η κοπέλα βρέθηκε πεσμένη κάτω και η γριά άκουσε το θόρυβο και άνοιξε το παράθυρο να δει τι συνέβη.
Λίγο αργότερα, η Αλίκη βρέθηκε μέσα στο σπίτι να πίνει  τσάι με την γριά και να συζητά μαζί της. Η γριά Μάνια, φρόντισε αμέσως να κερδίσει την εμπιστοσύνη της νεαρής κοπέλας.
Έτσι, χωρίς πολύ σκέψη, η Αλίκη της μίλησε για το πρόβλημα της με τον Άλεξ. Τότε, η Μάνια της αποκάλυψε πως είναι μάγισσα και πως έχει λύση στο πρόβλημά της. Για να μη προσέξει ο Άλεξ, το τεχνητό πόδι της κοπέλας αλλά και το περίεργο βάδισμα της, έπρεπε να κάνει κάτι φριχτό.
“Θα κάνω οτιδήποτε και αν χρειαστεί” δήλωσε αποφασισμένα η Αλίκη.
“Είσαι σίγουρη;” την ρώτησε η μάγισσα και όταν εκείνη της απάντησε καταφατικά, συνέχισε: “Για να σε προσέξει ο Άλεξ, θα πρέπει να φέρεις εδώ την αδερφή σου και να της κόψεις τα πόδια. Έπειτα με ένα μαγικό φίλτρο που θα σου δώσω, δεν θα περπατάς περίεργα και κανένας δεν θα ξέρει πως έχεις τεχνητό πόδι. Ο Άλεξ θα σε ερωτευτεί παράφορα”, είπε.
“Θα το κάνω” απάντησε η Αλίκη αποφαστικά. “Πρέπει να το σκεφτείς σοβαρά. Όποια απόφαση και αν πάρεις, δεν θα έχει επιστροφή” μίλησε η μάγισσα και συνέχισε. “Θα σε περιμένω αύριο. Αν δεν έρθεις, τότε δεν θα με ξαναδεις”. “Θα έρθω” είπε η κοπέλα και έφυγε από το σπίτι της γριας μάγισσας.
Στο δρόμο της επιστροφής, η Αλίκη, σκεφτόταν το σχέδιο της. Ήθελε τον Άλεξ δικό της, αδιαφορώντας για το έγκλημα που θα έκανε σε λίγες ώρες. Ήθελε να νιώσει αρτιμελής για μία φορά και  όχι ανάπηρη. Δεν ένοιωθε στεναχώρια για το κακό που θα έκανε στην αδερφή της. Η έντονη  αυτή επιθυμία της, δεν την άφηνε να δει καθαρά.
Την επόμενη μέρα, έπεισε την μεγάλη της αδερφή, Χαρά, να την συνοδέψει μέχρι το σπίτι της μάγισσας, για να βγάλει κάποιες φωτογραφίες για την σχολή. Η Χαρά, ανυποψίαστη, δέχτηκε να πάει βόλτα μαζί της, γιατί είδε ξανά την Αλίκη χαρούμενη, μετά από καιρό. Φτάνοντας στο σπίτι της μάγισσας, όμως, η Χαρά ένοιωσε να απειλείται. Η γριούλα, που η αδερφή της, την είχε περιγράψει ως καλοσυνάτη και  ευγενική, έμοιαζε πολύ μοχθηρή. Το βλέμμα της ήταν πολύ σκοτεινό και η όψη της ήταν πολύ τρομακτική. Το σπίτι μύριζε καμμένη σάρκα, αν και η Αλίκη της είχε πει πως μύριζε φρεσκοψημένα μπισκότα.
“Καλύτερα να φύγουμε από εδώ” ψιθύρισε στην Αλίκη. “Από τώρα;” της απάντησε η ίδια  “τώρα αρχίζει το καλό” συνέχισε και πήρε ένα αλυσοπρίονο στα χέρια της. Η μάγισσα κράτησε πολύ δυνατά την Χαρά από τα χέρια και η Αλίκη έκοψε τα πόδια της αδερφής της. Το αίμα που αναβλύθηκε, έβαψε κόκκινους τους τοίχους του σπιτιού μα και τα ρούχα της Αλίκης. Εκείνη, χαμογέλασε πλατιά, πήρε τα δύο κομμένα πόδια της Χαράς και τα έδωσε στην μάγισσα.Λίγο αργότερα, η μάγισσα της έδωσε το μαγικό φίλτρο. 
Η Αλίκη έφυγε για να πάει στην σχολή της. Ταράχτηκε πολύ όταν έφτασε εκεί και αντίκρυσε τον Άλεξ, να φιλάει στο στόμα μία συμφοιτήτρια της. Έβαλε τα κλάμματα και έφυγε γρήγορα από εκεί. Αποφάσισε να επιστρέψει πίσω στο σπίτι της μάγισσας. Ίσως δεν ήταν πια πολύ αργά. Ίσως να μπορούσε να σωθεί η αδερφή της. 
Φτάνοντας στο μέρος όπου υπήρχε το σπίτι της μάγισσας, σοκαρίστηκε, γιατί είχε εξαφανιστεί το σπίτι. Το μόνο που είδε ήταν ξερά άγρια χόρτα και δέντρα. Πλησίασε κοντά σε ένα δέντρο και τότε είδε το σώμα της νεκρής της αδερφής, δίχως τα πόδια. Μόνο τότε συνειδητοποίησε πως σκότωσε την αδερφή της για έναν άντρα.Παρέμεινε για ώρες δίπλα στην νεκρή αδερφή της. Όταν στέρεψαν τα δάκρυα της, πήγε στο αστυνομικό τμήμα και παραδόθηκε για το φόνο της Χαράς.