Γράμματα σ'ένα χωράφι με κρεμμύδια

2020-06-01 00:23

Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)

Ποτέ δεν της άρεσε ο Σεπτέμβρης. O μήνας που ξεκινούσαν τα σχολεία, ο μήνας που τα δέντρα αναγκάζονταν θαρρείς από κάποιο καπρίτσιο του καιρού να χάσουν το πλούσιο ή μη φύλλωμά τους. Ο μήνας της βροχής και της μελαγχολίας αφού έπαιρνε την σκυτάλη από το εύθυμο καλοκαιράκι. Aν και την βροχή μπορούσε να την ανεχτεί. Την βροχή με τον μονότονο ήχο της, ο οποίος προσπαθούσε να νανουρίσει την πλάση ολάκερη. Είχε εξάλλου μεγαλώσει σε τόπο, όπου η βροχή ήταν για μεγάλο διάστημα του έτους, η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια.
Σεπτέμβρης, ο μήνας που ο μπαμπάς της έπρεπε να φύγει. Δεν θα πήγαινε κάπου κοντά, ούτε κάπου μακριά...
Η είδηση του ξαφνικού θανάτου του, την βρήκε την ώρα που κάποιοι της ανακοίνωναν πως το πανεπιστήμιο θα την υποδεχόταν με ανοιχτές αγκάλες, την ώρα που πίστευε πως ζούσε το προσωπικό της παραμύθι.Kι εκείνος... κι εκείνος δεν πρόλαβε να δει τίποτα απ'όλα αυτά.
Έτσι αποφάσισε να του γράφει στο τέλος κάθε χρόνου ένα γράμμα, ένα γράμμα στο οποίο θα κατέγραφε κάθε φορά τις σημαντικότερες στιγμές της. Αρχικά ήταν σίγουρη πως αυτά που θα έγραφε θα ήταν μονάχα ευχάριστα και ρόδινα. Το πρώτο γράμμα ήταν μικρό, λες και δεν είχε τι να γράψει, λες και είχαν στερέψει οι λέξεις. Αχ τότε...τότε δεν είχαν δέσει ακόμη αρμονικά μεταξύ τους νους, καρδιά, ψυχή και πένα.
Κατά έναν αλλόκοτο τρόπο έχωνε τα γράμματα μέσα στο χώμα ενός χωραφιού με κρεμμύδια. Όταν ήταν μικρή συνήθιζε να λέει:"Όταν μεγαλώσω θα παντρευτώ κάποιον με ένα χωράφι γεμάτο κρεμμύδια". Και οι δύο γελούσαν.... Ο μπαμπάς της γελούσε συχνά. Ήταν αυστηρός και φιλικός συνάμα. Ήθελε την κόρη του βασίλισσα..
Τα γράμματα πλήθαιναν και πλήθαιναν. Το παράξενο όμως ήταν πως κάθε φορά έλειπε το προηγούμενο, λες και κάποιος τα έπαιρνε για να τα διαβάσει. Ένα βράδυ κρύφτηκε πίσω από τον κορμό μιας γέρικης ελιάς του χωραφιού. Ήθελε να δει τι θα συμβεί με το γράμμα που έχωσε στο χώμα. Και ξάφνου τον είδε! Γλυκός και χαμογελαστός όπως τον θυμόταν. Του φώναζε "μπαμπά,μπαμπά" μα δεν την άκουγε. Προσπάθησε να τρέξει κοντά του μα μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε.
Ο άνδρας διάβαζε το γράμμα καθισμένος στο χωράφι με τα κρεμμύδια .Οι εκφράσεις του προσώπου του έδειχναν όλα αυτά που αισθανόταν. Χαρά, λύπη, οργή κι απορία. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και την κοίταξε αυστηρά
"Γράμμα να μην μου ξαναστείλεις κόρη. Αν αγαπάς τον εαυτό σου βγάλε την πίκρα, την χαρά, την ευτυχία και την δυστυχία σου με άλλον τρόπο. Γράψε ένα γράμμα στον εαυτό σου παιδί μου. Γράψε πως τον αγαπάς επιτέλους, γράψε όλα αυτά που είσαι και δεν είσαι. Όλα αυτά που έγιναν κι όλα αυτά που δεν έγιναν. Κι όταν το κάνεις πάρε την πένα σου και σκόρπα συναίσθημα σ'αυτόν που θα διαβάζει ό,τι δημιουργείς. Θα είμαι δίπλα σου καθοδηγώντας την πένα και την καρδιά σου".
Ο μπαμπάς έφυγε. Εκείνη δεν πήγε ποτέ ξανά στο χωράφι με τα κρεμμύδια. Με την βοήθεια μιας παλιάς πένας άρχισε να χαράζει μια νέα πορεία γράφοντας αράδες απλές,αράδες
σύνθετες για σένα...για όλους....