Η αληθινή ιστορία της Χιονάτης

2019-02-25 22:18

Γράφει: Μαίρη Κάντα

«…. Στο τέλος η Χιονάτη παντρεύτηκε τον πρίγκιπα και έζησαν για πάντα ευτυχισμένοι…» είπε η δασκάλα μέσα στη τάξη και ολοκλήρωσε το παραμύθι της «Χιονάτης». Τα παιδιά χειροκρότησαν δυνατά και ετοιμάστηκαν να βγουν στην αυλή για να παίξουν.

«Για μισό λεπτό…» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή. Όλοι κοίταξαν απορημένοι τριγύρω για να δουν ποιος μίλησε. Τότε πρόσεξαν καλύτερα ένα πλαστικό νάνο που βρισκόταν πάνω στη βιβλιοθήκη της τάξης. Τον είχε φέρει η δασκάλα για να το δείξει στα παιδιά. Αυτός ήταν που μίλησε.

«Με συγχωρείτε που επεμβαίνω, αλλά κυρία μου λέτε ψέματα στα παιδιά. Μόνο εγώ ξέρω την αληθινή ιστορία της Χιονάτης και θα σας την πω αμέσως». Η δασκάλα εκνευρίστηκε. «Τι συμβαίνει εδώ; Ο πλαστικός νάνος ξέρει καλύτερα από μένα; Αν είναι δυνατόν» σκέφτηκε μα πριν προλάβει να απαντήσει, ο νάνος βρέθηκε πάνω στην έδρα και όλα τα παιδιά συγκεντρώθηκαν δίπλα του για να τον ακούσουν.

«Αγαπητά μου παιδιά, αρχικά ας συστηθώ. Είμαι ο Σοφός, ένας από τους εφτά νάνους που γνώρισε την Χιονάτη πριν μερικά χρόνια. Που να μη την γνώριζα δηλαδή….» είπε εκείνος και συνέχισε να αφηγείται την ιστορία. «Η Χιονάτη δεν ήταν αυτό το καλό κορίτσι που όλοι πιστεύετε. Ήταν ατίθαση, ανυπάκουη και αγενής. Αγαπούσε τον πατέρα της γιατί εκείνος της έκανε όλα τα χατίρια. Ήταν, βλέπετε, η μοναχοκόρη του και της είχε απίστευτη αδυναμία. Κάθε φορά που επέστρεφε από κάποιο ταξίδι του, έφερνε πολλά δώρα στην Χιονάτη. Μα εκείνη, ήθελε πάντα περισσότερα.

Μισούσε την γυναίκα του πατέρα της, την γλυκιά, καλοσυνάτη Μάγια. Ξέρετε, η Μάγια ήταν πολύ καλή μου φίλη. Μιλούσαμε συχνά μέσω του καθρέφτη που είχε στο δωμάτιο της και…» «Του μαγικού;» ρώτησε ένα μικρό κορίτσι και ο νάνος γέλασε δυνατά. «Αυτό είναι άλλο ένα σημείο που το ξέρετε λάθος. Όλοι πιστεύετε πως ο καθρέφτης ήταν μαγικός, μα στη πραγματικότητα ήταν μόνο ένα μέσο επικοινωνίας, όπως εσείς έχετε τώρα τα κινητά και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Με αυτό το καθρέφτη εγώ μάθαινα τα νέα του παλατιού και η Μάγια μάθαινε τι συνέβαινε στο δάσος. Πού είχα μείνει;  Α ναι…

Όταν έλειπε ο πατέρας της Αλίκης  από το παλάτι, φερόταν πολύ άσχημα στην μητριά της. Δεν την άκουγε καθόλου, δεν πήγαινε για ύπνο νωρίς το βράδυ, ενώ έτρωγε συνέχεια γλυκά, παρά τις αντιρρήσεις της Μάγιας. Η Μάγια υπέφερε κάθε φορά με την άσχημη συμπεριφορά της Χιονάτης. Μα όχι μόνο αυτή, το ίδιο υπέφεραν και όσοι δούλευαν στο παλάτι. Η Χιονάτη έκανε συνέχεια σκανδαλιές. Πολλές φορές η Αλίκη πήγαινε στην κουζίνα, ανέβαζε την θερμοκρασία στο φούρνο, χωρίς να την δει κανένας και έκαιγε το φαγητό. Έπειτα κατηγορούσε την μαγείρισσα για την δουλειά της.

Μα και ο κηπουρός είχε προβλήματα με την Χιονάτη. Κρυφά η Χιονάτη έκοβε όλα τα λουλούδια στο κήπο και μετά κατηγορούσε εκείνον. Η Χρυσή, η υπηρέτρια του παλατιού, κάθε φορά που έμπαινε στο δωμάτιο της πριγκίπισσας, τραβούσε τα μαλλιά της, εξαιτίας της ακαταστασίας που υπήρχε σε αυτό. Υπήρχαν παντού ταμένα φορέματα σε όλες τις γωνιές του δωματίου, δεκάδες ζευγάρια παπούτσια πάνω στο κρεβάτι και στο πάτωμα βρίσκονταν όλες οι πανάκριβες κούκλες της πριγκίπισσας, φαλακρές. 

Η Μάγια μία φορά μίλησε στον σύζυγό της για την άσχημη συμπεριφορά της κόρης του, μα αυτός δεν την πίστεψε. Η Χιονάτη, μπροστά του φερόταν υπέροχα. Παρόλα αυτά, ο βασιλιάς πριν να φύγει για κάποιο ταξίδι, μίλησε με την κόρη του και της ζήτησε να είναι πιο ευγενική με την Μάγια. Τότε εκείνη του είπε με ψεύτικα δάκρυα πως η Μάγια την μισούσε και πως ήθελε το κακό της. Για να γίνει πιο πιστευτή, τον παρακάλεσε να μη ταξιδέψει γιατί φοβόταν την μητριά της. Ο βασιλιάς, ταράχτηκε με αυτά που άκουσε από την κόρη του, μα δεν μπορούσε να ακυρώσει το ταξίδι του.

Όταν ο πατέρας της έφυγε από το παλάτι, αποφάσισε να εκδικηθεί την μητριά της, η Χιονάτη. Ξέρετε τι έκανε καλά μου παιδιά;» ρώτησε ο νάνος μα κανένα παιδί δεν απάντησε. Περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία την συνέχεια της ιστορίας. «Η Χιονάτη το έσκασε από το παλάτι και πήγε στο δάσος. Η Μάγια τρελάθηκε από την αγωνία της που δεν μπορούσε να βρει την μικρή πριγκίπισσα. Παρόλο που ήταν άτακτη, η Μάγια αγαπούσε την Χιονάτη σαν να ήταν δικό της παιδί. Όταν πέρασαν ώρες αναζήτησης της Χιονάτης, η Μάγια μου μίλησε μέσω του καθρέφτη και με παρακάλεσε να την βρω. Την βρήκα πίσω από ένα δέντρο. Της πρότεινα να την πάω πίσω στο παλάτι μα αυτή αρνήθηκε.

Τότε της είπα να έρθει να μείνει λίγες μέρες στο σπίτι μου με τα υπόλοιπα αδέρφια μου. Δέχτηκε. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλή ιδέα να την φιλοξενήσω λίγες μέρες μέχρι να αποφασίσει να επιστρέψει στο παλάτι. Έτσι δεν θα κινδύνευε από τα άγρια ζώα στο δάσος. Ενημέρωσα και την Μάγια και εκείνη με ευχαρίστησε. Όμως με την Χιονάτη μέσα στο σπίτι, η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Αρχικά όλα τα αδέρφια μου και εγώ φυσικά, υποδεχτήκαμε με χαρά την Χιονάτη. Μα εκείνη ήταν πολύ απαιτητική και σύντομα άρχισαν οι προστριβές.

Δεν άρεσε το σπίτι μας στη Χιονάτη. Ήταν πολύ μικρό για τα δικά της γούστα, και το φαγητό ήταν πολύ ανούσιο για εκείνη. Όλοι προσπαθούσαμε να της φερθούμε πολύ καλά. Μα εκείνη τίποτα δεν της άρεσε. Ούτε τα μαγικά τρικ που της έκανε ο Χαρούμενος ούτε τα παραμύθια που της έλεγα εγώ. Ακόμα και ο Γκρινιάρης προσπάθησε μια φορά να της φτιάξει το αγαπημένο της φαγητό, μα ούτε τότε δεν ικανοποιήθηκε η Χιονάτη. Ήταν περισσότερο αλμυρό, από αυτό που έτρωγε εκείνη.

Οι μέρες περνούσαν και όλοι μας είχαμε δυσαρεστηθεί με την συμπεριφορά της Χιονάτης. Ο Γκρινιάρης γκρίνιαζε περισσότερο, ο Υπναράς ήταν θυμωμένος γιατί η Χιονάτη δεν τον άφηνε να κοιμηθεί, ενώ ο Χαρούμενος άρχισε να νοιώθει λιγότερη χαρά. Έπρεπε να κάνω κάτι. Παρακάλεσα  ξανά την Χιονάτη να επιστρέψει στο παλάτι, μα εκείνη ήταν ανένδοτη. Φώναξα την Μάγια να έρθει στο δάσος, μήπως μπορούσε να την πείσει εκείνη. Η Μάγια ήρθε στο σπίτι μας μα η Χιονάτη δεν πειθόταν. Έτσι η Μάγια επέστρεψε λυπημένη στο παλάτι.

Μια μέρα, ταξίδεψα μακριά από το δάσος. Πήγα στο γειτονικό βασίλειο και έμαθα πως ο πρίγκιπας John έψαχνε να βρει γυναίκα για να παντρευτεί. Χάρηκα γιατί σκέφτηκα κάτι που θα έκανε χαρούμενη και την Χιονάτη και τα αδέρφια μου. Επέστρεψα στο σπίτι και έφτιαξα μία μηλόπιτα. Πρόσεξα να ήταν πολύ νόστιμη ώστε να αρέσει στην Χιονάτη. Μέσα στη μηλόπιτα, πρόσθεσα αρκετό υπνωτικό και την πήγα στο δωμάτιο της Χιονάτης. Η Χιονάτη έφαγε την μηλόπιτα και κοιμήθηκε για ώρες.

Το επόμενο πρωί, ο πρίγκιπας πέρασε από το δάσος. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά και τα μόνο αληθινά. Είπα στον πρίγκιπα πως η Χιονάτη κοιμάται για ώρες και δεν είναι πολύ καλά. Τον παρακάλεσα να την δει για λίγο και εκείνος δέχτηκε. Μόλις την είδε, του άρεσε πολύ και σκέφτηκε πως θα μπορούσε να γίνει σύζυγός του. Την φίλησε στο μέτωπο για να δει αν είχε πυρετό και εκείνη ξύπνησε. Έπειτα την ρώτησε αν ήθελε να παντρευτούν και εκείνη δέχτηκε. Ο πρίγκιπας μας έσωσε από την παρουσία της Χιονάτης και συνεχίσαμε τις ζωές μας κανονικά.

Βέβαια, λυπάμαι τον πρίγκιπα για την γυναίκα που του έτυχε… αλλά ας πρόσεχε και εκείνος…» είπε ο νάνος και γέλασε ξανά δυνατά.