Η εξαφάνιση ενός κουμπαρά
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Ο πήλινος κουμπαράς βρισκόταν εδώ και κάμποση ώρα ανάσκελα μέσα στον κάδο απορριμμάτων. Η μπόχα ήταν πραγματικά ανυπόφορη αλλά δεν είχε άλλη επιλογή, ήθελε δεν ήθελε έπρεπε να την ανεχτεί, όσο μπορούσε βέβαια κανείς να ανεχτεί μια κάλτσα που είχε να πλυθεί από την εποχή που ο άνθρωπος βγήκε από τις σπηλιές και τις ακαθαρσίες του πατσά! Μα πώς του είχε συμβεί κάτι τέτοιο; Σε εκείνον που κουβαλούσε τριάντα, γνήσιες, χρυσές λίρες μέσα στην πήλινη κοιλιά του! Τις τοποθετούσε ανά διαστήματα η γιαγιά Έλσα κρυφά από τον εγγονό της τον Δήμο και σκόπευε να του το αποκαλύψει όταν θα πήγαινε φαντάρος,τότε που πίστευε πως θα του ήταν πράγματι χρήσιμες.
"Σκάσε και κολύμπα!" του φώναξε ένα χαλασμένο παπούτσι την ώρα που τους έριχναν στην χωματερή .
"Θυμήσου πως εδώ είμαστε όλοι ίσοι " πετάχτηκε ένα ψαλίδι τόσο παλιό που άνετα θα μπορούσε να ανήκει στην Δαλιδά την ώρα που κούρευε τον Σαμψών!
"Κουβαλάς λεφτά ή είσαι τζούφιος;" ρώτησε με πρόστυχο ύφος μια μεζούρα που είχε τυλιχτεί γύρω από μια λεμονόκουπα.
"Ναι τριάντα λίρες".
"Του Ιούδα;" πέταξε ένας χαλασμένος υπολογιστής γελώντας μόνος με το επιτυχημένο όπως νόμιζε αστείο του .
"Και γιατί σε πέταξαν;" τον ρώτησε έπειτα .
"Το παιδί που με είχε έκανε ανακαίνιση στο δωμάτιο του και με θεώρησε πλέον ντεμοντέ. Άσε που με είχε χρόνια σε ένα ξεχασμένο ράφι, σχεδόν αγνοούσε την ύπαρξη μου.
"Ζαλάδα μου έρχεται και μόνο που το ακούω " σχολίασε ένα σάπιο κρεμμύδι . "Τι κρίμα βρε κουμπαρά!"
"Ζαλάδα μας έρχεται από την βρόμα σου κρεμμύδι " πετάχτηκε ένα σουτιέν με σπασμένες μπανέλες.
"Θα σε συμβούλευα να σκεφτείς θετικά . Ίσως έτσι βρεθεί νέος ιδιοκτήτης"έκανε μια παλιά εγκυκλοπαίδεια.
"Σιγά ρε Φρόιντ της χωματερής!" θέλησαν να πετάξουν το φαρμάκι τους δύο παλιά περιοδικά ελαφριού περιεχομένου.
Ο ρακοσυλλέκτης έσπαγε τον κουμπαρά που είχε βρει στην χωματερή.Ύστερα από πολύ καιρό ήξερε πως θα μπορούσε να φάει πάλι πολύ καλά...