Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ

2020-11-30 12:02

Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)

Η εικόνα της ήταν αξιοθρήνητη. Δύο περαστικοί με σκωπτική διάθεση την προσπέρασαν. Μόλις τους κατάλαβε έστρωσε αμήχανα τα αχτένιστα μαλλιά της. Ενστικτωδώς προσπάθησε να σιδερώσει με τα χέρια της την τσαλακωμένη φούστα της και να διορθώσει με την βοήθεια ενός μικρού καθρέφτη που κουβαλούσε πάντα στην τσάντα της το μακιγιάζ της. Όχι ότι μπορούσε βέβαια να σώσει πολλά πράγματα! Η μουσική των διαφόρων παιχνιδιών του λούνα παρκ αναμιγνύονταν με εκείνη που έβγαινε από το σαξόφωνο ενός μουσικού του δρόμου. Πόσο θα’θελε να απομακρυνθεί από εκεί μα ήξερε πως αυτό δεν γινόταν, τα πόδια της υπάκουαν μονάχα στην ψυχή κι όχι στην λογική. Ένα αγοράκι που γκρίνιαζε επειδή η μητέρα του δεν του αγόραζε δεύτερο ζαχαρωτό τράβηξε την προσοχή της. Το κοιτούσε επίμονα, διαπεραστικά. Ταραγμένη πήρε κάποια στιγμή το βλέμμα της από πάνω του και με βήμα γοργό έφυγε.

 

Φτάνοντας μπροστά από την είσοδο μιας μεγάλης σκηνής που απ’έξω έγραφε “ΧΕΙΡΟΜΑΝΤΕΙΑ” μπήκε στον πειρασμό να μπει μέσα. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό της. Μα τι σκέψεις ήταν αυτές που έκανε; Οι παλάμες της είχαν όμως αντίθετη άποψη κι άνοιξαν διάπλατα μη λαμβάνοντας υπ όψιν τους τον οποιοδήποτε ενδοιασμό.Mε χαμηλωμένο κεφάλι μπήκε τελικά μέσα στην σκηνή.

 “Δεν χρειάζεται να μου δείξεις το χέρι σου κόρη μου. Για αυτό που εσύ χαρακτηρίζεις έγκλημα δεν ήρθες;” ήταν η πρώτη κουβέντα της γριάς τσιγγάνας με τα πολύχρωμα ρούχα.

 Η γυναίκα δεν απάντησε παρά έκατσε μηχανικά στο χαμηλό σκαμνί τεντώνοντας ταυτόχρονα το δεξί της μπράτσο.H τσιγγάνα έφερε κοντά της την παλάμη και την μελέτησε. Ήταν σαφές πως αυτά που έβλεπε την είχαν ταράξει. Η γυναίκα απέναντί της δάγκωσε το κάτω χείλι της αμήχανα το οποίο παραλίγο να ματώσει.

 “Ναι δεν έκανα τελικά λάθος, αφού το εντόπισα με το που μπήκες μέσα!”

 “Μην μου τρως τον χρόνο δίχως λόγο και πες μου τι είδες”.

 “Θέλεις να γυμνώσω τελείως την ψυχή σου, να σου πω τι κρύβει ;”Η γυναίκα κούνησε κάπως απρόθυμα το κεφάλι της καταφατικά.

 “Κρύβεις πολύ πόνο μέσα σου κι οργή με τον εαυτό σου ικανή να κάψει τα πάντα στο διάβα της. Δεν έχεις ανθρώπους στο πλάι σου με τους ποίους θα μπορούσες να συζητήσεις αυτό που σου συνέβη κι εσύ τρελαίνεσαι!”Η γυναίκα ένιωσε την ανάγκη να ανάψει ένα τσιγάρο και η τσιγγάνα της πρόσφερε ένα λεπτό, μακρουλό.

 “Έλα πάρε ένα από αυτά, τα γυναικεία” της είπε.”Προσπαθώ να το κόψω μα όχι και τόσο φανατικά, ας μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου”. Η γυναίκα ρούφηξε βουλιμικά τον καπνό σαν να ήθελε να τον διοχετεύσει σε κάθε κύτταρό της.

 “Πες μου επιτέλους τι ακριβώς βλέπεις, όχι ασάφειες”.

 “Υπάρχει ένας πόλεμος μέσα σου. Ζωή και θάνατος  σε ένα διαρκές μπρα ντεφερ. Εύχομαι να σε εκπλήσσει ευχάριστα ο τρόπος με τον οποίο χειρίζομαι την γλώσσα. Ποιός να το περίμενε από μια σαν και του λόγου μου ε;” Η γυναίκα της χαμογέλασε.

 “Τι πόλεμο εννοείς;” ρώτησε.

 “Εννοώ αυτόν που είναι ο χειρότερος, ο πιο καταστροφικός, αυτός που τον κάνουμε με τον ίδιο μας τον εαυτό. Εδώ στο λούνα παρκ δεν έγινε;”

 “Ναι” αναλύθηκε σε λυγμούς η γυναίκα.”Συμπάθα με μα δεν μπορώ άλλο!” έκανε ύστερα από λίγο.

 “Δεν τελειώνουν τα πάντα επειδή κάποιος αχρείος σε βίασε στο πάρκο του λούνα παρκ. Επέλεξες δυστυχώς την σιωπή, δεν μίλησες πουθενά, ούτε καν στην αστυνομία. Κουβάλησες το παιδί αυτής της αισχρής πράξης για δύο μήνες μες τα σπλάχνα σου κι έπειτα αποφάσισες να το απομακρύνεις. Ήσουν σίγουρη πως δεν θα μπορούσες ποτέ να το αγαπήσεις”.

 “Άκουγα διαρκώς μια φωνή μέσα μου που μου έλεγε ”Κάνε έκτρωση”. Νύχτα μέρα το ίδιο πράγμα άκουγα”.

“Έγινε, χώνεψέ το πια κι άσε τις σκέψεις περί αυτοκτονίας! Για αυτό δεν ήρθες απόψε εδώ; ”Η βουβή ομολογία της γυναίκας γέμισε την σκηνή. Η τσιγγάνα της χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι.

 “Άσε τις τύψεις, μην τις υπολογίζεις πια. Κι εγώ παιδί βιασμού είμαι και η μάνα μου ποτέ δεν με είχε σαν τα άλλα αδέλφια μου”. Η γυναίκα την αγκάλιασε ψελλίζοντας ένα αδύναμο ευχαριστώ...