Η γυναίκα του βράχου

2019-07-01 06:24

Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)

Με χέρια τεντωμένα σε ικετευτική στάση στεκόταν εδώ και ώρες στην άκρη του γκριζοπράσινου βράχου, το γαλάζιο της θάλασσας αντί να την ηρεμεί την τάραζε ολοένα και περισσότερο. Το βλέμμα της πλανήθηκε με τρελή φούρια απ’άκρη σ’άκρη λες κι αναζητούσε κάποιον ή κάτι, δύο γλάροι προσπαθούσαν να της τραβήξουν την προσοχή μα δεν το κατάφεραν όσο κι αν το ήθελαν. Όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε για άλλη μια φορά να τον εντοπίσει, αποφάσισε να πέσει μες την θάλασσα που εν τω μεταξύ ξεσπούσε την εδώ και ώρες συσσωρευμένη οργή της με την μορφή κυμάτων πάνω στον βράχο. Η γυναίκα χάθηκε μες τα μανιασμένα νερά, τίποτα δεν θα την κρατούσε μακριά από τον αγαπημένο της σύζυγο. Μερικοί την είχαν εντοπίσει εκεί στον βράχο ή έτσι νόμιζαν τουλάχιστον, αφού οι θρύλοι έχουν την τάση να θέτουν εύκολα τα γρανάζια της φαντασίας σε λειτουργία.

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ 

Τον τελευταίο καιρό ο καλός της αργούσε πολύ και η καρδούλα της πήγαινε να σπάσει από την ταραχή και την έγνοια. Καπετάνιο τον είχανε ορίσει σε πλοίο τεραστίων διαστάσεων κι εκείνος σαν τίτλο τιμητικό είχε δεχτεί αυτό το υπεύθυνο πόστο. Του είχαν ξεσηκώσει μυαλά και ψυχή τα λόγια που άκουγε δεξιά κι αριστερά, λόγια που ο άνεμος έφερνε και στα δικά της τα αυτιά. ”Σε εκατομμύρια θα φτάσουν οι λίρες οι χρυσές που θα πληρώνεσαι αν είσαι συνεπής κι εργατικός”, "περιζήτητος θα γίνεις αν το θελήσεις και η φήμη σου ίσως δελεάσει μέχρι και στόλους αυτοκρατορικούς που θα σε πληρώνουν αδρά αν δεχτείς για εκείνους να δουλέψεις", "καρδιές θα κλέψεις αφού η στολή στο αρσενικό λειτουργεί διεγερτικά στις γυναίκες κι έτσι ίσως αφήσεις την σύζυγό σου που είναι κομματάκι φτωχιά και αδιάφορη ως προς τα θέλγητρά της και σ’άλλη αγκαλιά κυράς κι αρχοντοπούλας βρεις το λιμάνι και την τύχη σου” ήταν μονάχα κάποια από αυτά που του ψιθύριζαν καλοθελητές και μη.

Και πάσχιζε η δόλια να τον μεταπείσει μέχρι και την τόσο μακρινή σ’εκείνη τσαχπινιά χρησιμοποίησε, ήταν όμως μάταιο,ο άνδρας της μεγάλο καράβι ήθελε ντε και καλά να κουμαντάρει. Το  αποδέχτηκε η άμοιρη ,πείστηκε σχεδόν από αίολα είναι η αλήθεια επιχειρήματα για την ορθότητα της απόφασής του.Κρεμασμένη κυριολεκτικά πάνω στον βράχο που βρισκόταν απέναντι απ’το σπίτι τους αγνάντευε νύχτα και μέρα,γύρευε τον παφλασμό εκείνον που προμήνυε τον ερχομό του.Και ναι όλα έδειχναν πως μάλλον είχε λαθέψει, ίσως και να την είχε δίχως λόγο κυριεύσει η φοβία της και τα ερωτηματικά “αν”που είναι ικανά να σε τρελάνουν.

Ευημερία και πλούτη που άγγιζαν την υπερβολή για τα δεδομένα του ζευγαριού αποτελούσαν πλέον την καθημερινότητα της γυναίκας. Που και που κλονιζόταν η εμπιστοσύνη της αφού φθηνά κι ακριβά αρώματα μύριζε ανά διαστήματα πάνω στο νοτισμένο πλέον με αλμύρα σφιχτό κορμί του, ο νους της έτρεχε σε απλές κυράδες κι αρχοντοπούλες απείρου κάλλους.Στην αρχή λογομαχούσαν απλώς με τα φλογερά φιλιά του να σβήνουν την ζήλεια και την οργή της.Η δίδυμη αδελφή όμως της οργής ,το μίσος ,γρήγορα κέρδισε έδαφος μες την ψυχή της, τίποτα δεν θα ήταν πλέον όπως παλιά.Έτσι μια νύχτα που η Σελήνη συνωμοτώντας με τον Χάροντα κρύφτηκε πίσω από σύννεφο με μαυρίλα φορτωμένο μη σκορπώντας το άπλετο φως της,η γυναίκα θα απομάκρυνε μια και καλή τον μοιχό καπετάνιο από την ζωή της.

Σα ναρκωμένη ,ωθούμενη από την λήψη παράνομων ουσιών, θα τον περίμενε στο διπλό κρεβάτι τους.Ο άνδρας της δεν αντιλήφθηκε την περίεργη λάμψη στα μάτια της,εκείνη όμως είχε αντιληφθεί τις μελανιές που προσπαθούσε ο καπετάνιος να κρύψει. Φανερά τα σημάδια του παράνομου έρωτα όσο κι αν προσπαθεί κανείς να τα κρύψει! Με ψυχρά υπολογισμένες κινήσεις,κινήσεις που θα ζήλευε κι ο πιο στυγερός δολοφόνος το στιλέτο θα καρφωνόταν απανωτά στο κέντρο της καρδιάς του.Με σφιγμένο από το αποτέλεσμα της ενέργειάς της πρόσωπο,η γυναίκα θα φόρτωνε το πτώμα του καπετάνιου σε μια σιδερένια καρότσα και θα το μετέφερε στον βράχο.Από κει θα πετούσε τον θανάσιμα τραυματισμένο σύζυγο μες την θάλασσα που θα αποκτούσε ξάφνου το άλικο χρώμα του Άδη.

Η φόνισσα κίνησε να φύγει,να επιστρέψει σε σπίτι και αυλή σαν να μην έγινε κάτι, μα οι γλώσσες της Ερινύας Μέγαιρας το αυτί της ενόχλησε με ψίθυρο ενοχής και κατακραυγής.Δεν μπόρεσε να την αγνοήσει,πειθήνεια την εντολή της θα εκτελούσε. Με έλλειψη φόβου, ”στεγνή”από συναισθήματα ανέβηκε στην στρογγυλεμένη κορυφή του βράχου,εκεί όπου κανένα κύμα δεν είχε ποτέ ”τολμήσει”να αφήσει το υγρό του στίγμα. Με βλέμμα αγέρωχο κι αυστηρό συνάμα έσκυψε προς τα μπρος.Η πτώση της μες την θάλασσα ήταν ακαριαία, ο πνιγμός άμεσος αφού δεν ήξερε κολύμπι.

Φήμες λένε ότι οι “αλαφροϊσκιωτοι”την έχουν δει να αναζητά μέχρι και σήμερα τον άνδρα της φωνάζοντας το όνομά του πάνω στον βράχο,ένα όνομα που κανείς όμως δεν μπορεί να θυμηθεί ποιό είναι...