Η ιστορία της Σούλας και του Άκη.
Γράφει: Μαίρη Κάντα
(Η Σούλα είναι ξαπλωμένη στο δρόμο και είναι σκεπασμένη με ένα μεγάλο καφέ φύλλο για να μη φαίνεται. Ο Άκης δεν την προσέχει και πέφτει πάνω της)
Σούλα και Άκης
(φωνάζουν και οι δύο μαζί ταυτόχρονα) Αααααα! Ποιος είσαι; Ποια είσαι;
Σούλα
Θεέ μου! Θα μαρτυρήσεις την κρυψώνα μου; Τι κακό που με βρήκε; Ήμουν καλά κρυμμένη και ξαφνικά ήρθες εσύ. Το έλεγα εγώ. Το τέλος μου πλησιάζει…
Άκης
Είσαι καλά; Συγγνώμη. Έτσι όπως έτρεχα, δεν σε πρόσεξα καθόλου. Δε κινδυνεύεις από μένα. Με λένε Άκη, εσένα;
Σούλα
Σούλα! Με συγχωρείς! Με όλα όσα έχουν συμβεί, ξέχασα και τους καλούς μου τρόπους (του δίνει το χέρι της). Μη με βλέπεις έτσι τώρα (του δείχνει τα σημεία όπου έχει ξεθωριάσει και έχει σκιστεί). Πριν έπρεπε να με έβλεπες. Τότε που ήμουν η πιο όμορφη σακούλα της πόλης... Ποιας πόλης; Ολόκληρου του κόσμου, ήθελα να πω...
Άκης:
Ε καλά, κόψε και κάτι τώρα...
Σούλα:
Να κόψω; Όχι, βέβαια. Και λίγα λέω... Αχ να με έβλεπες τότε. Με το θαλασσί φόρεμα μου και το γαλάζιο φουλάρι μου, ήμουν η βασίλισσα του μίνι μάρκετ. Το “καμάρι” του αφεντικού μου. Κάθε πρωί, άνοιγε το κατάστημα, έφτιαχνε πρώτα τα πράγματα στα ράφια και έπειτα ερχόταν για εμάς. Μας έπαιρνε από την αποθήκη και μας τοποθετούσε στο πιο κεντρικό σημείο του μαγαζιού. Έπαιρνε μία-μία την κάθε σακούλα, πρόσεχε να με έχει τσαλακωθεί και την έβαζε πάνω στο ράφι. Αν καμία φορά, κάποια σακούλα ήταν τσαλακωμένη, μονολογούσε: “Τι έκανες και τσαλακώθηκες πάλι;”. Για εμένα, ποτέ δεν είχε πει κάτι άσχημο. Ίσα-ίσα, πάντα έλεγε τα καλύτερα για το χρώμα μου. Ήμουν η αγαπημένη του σακούλα. Γι αυτό πάντα με έβαζε τελευταία στο ράφι. Δεν ήθελε να φύγω από το μαγαζί του. Του έφερνα γούρι στις πωλήσεις (γελάει). Οι μεγαλύτερες μου αδερφές, έφυγαν νωρίς από το μαγαζί. Ήταν πολύ τυχερές. Στα χέρια των ανθρώπων, γνώρισαν όλο το κόσμο. Ταξίδεψαν παντού. Πού και πού μάθαινα νέα τους, από τις νέες σακούλες που ερχόντουσαν στο κατάστημα. Πόσο πολύ τους ζήλευα. Ήθελα τόσο να με διαλέξει ένας άνθρωπος για τα ψώνια του. Έτσι θα μπορούσα να βγω και εγώ έξω από το μαγαζί. Δεν είχα πρόβλημα με το αφεντικό μου. Όχι, μη πιστέψεις κάτι τέτοιο. Αλλά ήθελα να δω τον ήλιο και ας μου έλεγαν πως θα μου κάνει κακό στο χρώμα. Ήθελα να δω και την θάλασσα. Μου έλεγαν πως της μοιάζω τόσο πολύ. Μα και τους ανθρώπους ήθελα να γνωρίσω περισσότερο. Τους έβλεπα, καθώς ψώνιζαν. Άλλοι ήταν χαμογελαστοί, άλλοι σκυθρωποί. Δεν έμοιαζαν όλοι μεταξύ τους. Δεν μπορούσα να τους καταλάβω. Αυτό ήταν που με γοήτευε περισσότερο, μάλλον. Το άγνωστο χέρι που θα με κρατούσε για λίγες ώρες. Θα ήταν το χέρι κάποιου μικρού παιδιού ή το ιδρωμένο χέρι ενός εύσωμου κυρίου; Βέβαια, ανησυχούσα μήπως κάποιο ατσούμπαλο χέρι με τσαλακώσει και καταστρέψει την ομορφιά μου.
Όταν στο μαγαζί ερχόντουσαν καλοντυμένες και όμορφες γυναίκες, έπαιρνα το πιο ωραίο σχήμα μου και προετοιμαζόμουν για μία βόλτα μαζί τους. Μα ποτέ δεν με έπαιρναν. Και έκλαιγα συνέχεια. Μα η μητέρα μου με καθησύχαζε. “Μη βιάζεσαι. Είσαι μικρή ακόμα. Θα έρθει και εσένα η ώρα σου.” Αλλά δεν ήρθε ποτέ (δακρύζει)
Άκης
Τι συνέβη;
Σούλα:
Ήρθε η απαγόρευση των πλαστικών σακούλων. Αυτό συνέβη. Όλοι οι άνθρωποι έγιναν εχθρικοί μαζί μας. Είχαν τρελαθεί.Μας έσκιζαν, μας πετούσαν στους κάδους απορριμάτων, μας τσαλάκωναν, μας έβριζαν. Η μητέρα μου, βρέθηκε δίπλα σε έναν πολύ κακό άνθρωπο. Αυτός την έκαψε με ένα σπίρτο και την άφησε να καίγεται σιγά-σιγά στο πεζοδρόμιο. Έπειτα το αφεντικό, πήρε όλες τις σακούλες του μαγαζιού, τις τσαλάκωσε και τις έκαψε όλες. Δεν ήθελε να τις βλέπει πια. Όμως, ούτε και εγώ, δεν είχα καλό τέλος. Το αφεντικό μου, με πέταξε σε ένα μεγάλο κάδο απορριμάτων. Ποιά; Εμένα; Την αγαπημένη του σακούλα. Τις πρώτες ώρες, δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Δεν καταλάβαινα γιατί μας φέρονταν έτσι οι άνθρωποι. Τόσα χρόνια μας είχαν ανάγκη για τα ψώνια τους. Τι άλλαξε; Μας φοβούνται; Λένε πως κάνουμε κακό στο περιβάλλον. Το καυσαέριο των αυτοκινήτων, ο καπνός των τσιγάρων, δεν κάνουν κακό; Οι άνθρωποι δεν πετούν τα απόβλητα των εργοστασίων στη θάλασσα; Μόνο εμείς ειμαστε οι “κακοί”;
Άκης:
Και μετά πώς βγήκες από το κάδο;
Σούλα:
Με την βοήθεια του αέρα. Αν έμενα λίγο περισσότερο εκεί, θα γινόμουν πολτός. Σώθηκα στο “παρά πέντε”. Από τότε κρύβομαι από όλους τους ανθρώπους. Στη αρχή ήταν κάπως ωραία. Μπόρεσα να δω την θάλασσα και τον ήλιο. Μα τον ήλιο τον μίσησα. Κοίτα πώς με κατάντησε. Ξεθώριασε σχεδόν όλο μου το χρώμα. Το βλέπεις αυτό εδώ; (δείχνει μία τρύπα στο σώμα της) Τρυπήθηκα όταν έτρεξα να ξεφύγω από ένα υπάλληλο καθαριότητας. Κοιμόμουν ήσυχα- ήσυχα στο πάρκο μέχρι που άκουσα ένα εκκωφαντικό θόρυβο. Πετάχτηκα όρθια και τον είδα να με πλησιάζει με ένα μεγάλο μηχάνημα συλλογής απορριμάτων. Τότε άρχισα να τρέχω, έπεσα πάνω σε ένα καρφί και σκίστηκα. Του ξέφυγα όμως. Εσύ πώς βρέθηκες εδώ; Και γιατί είσαι τόσο βρώμικος;
Άκης:
Είσαι καιρό στους δρόμους; Μάλλον δεν ξέρεις, τι πάθαμε και εμείς τα πλαστικά ποτήρια.
Σούλα:
Τι πάθατε;
Άκης:
Απαγορευτήκαμε και εμείς, δύο μήνες μετά την απαγόρευση των πλαστικών σακούλων. Πριν την πλαστικοαπαγόρευση, ζούσα και εγώ όμορφα σε μία καφετέρια. Ήμουν ένα συνηθισμένο πλαστικό ποτήρι του φραπέ. Μου άρεσε να μένω σε αυτό το μέρος. Κάθε φορά που το αφεντικό μου, έπαιρνε ένα-ένα τους φίλους μου και τους γέμιζε με καφέ για τους πελάτες, αγχωνόμουν. Δεν ήθελα να φύγω ποτέ από την καφετέρια. Μου άρεσε να είμαι δίπλα στους φίλους μου. Με τρόμαζαν οι άνθρωποι. Τους έβλεπα πάντα βιαστικούς, τα πρωινά, να τρέχουν να προλάβουν τη δουλειά τους. Μα όταν βγήκε ο νόμος για την απαγόρευση των πλαστικών ποτηριών, το αφεντικό μας πλησίασε και άρχισε να μας τσαλακώνει όλους, εμένα και τους φίλους μου. Τους φιλους μου τους πέταξε στο κάδο απορριμάτων. Μόνο εγώ την γλίτωσα. Πρόλαβα και γλίστρησα στο πεζοδρόμιο, χωρίς να με δει. Από τότε και εγώ κρύβομαι από τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι έχουν γίνει περισσότερο τρομακτικοί τώρα. Έχουν περισσότερα νεύρα. Κανένας τους, δεν κυκλοφορεί πια κρατώντας καφέ στα χέρια. Δεν πίνουν πια καφέ, άραγε; Ίσως και ο καφές να θεωρήθηκε επικίνδυνη ουσία για τους ανθρώπους και να απαγορεύτηκε. Ποιος ξέρει; Αλλά κουράστηκα να περιπλανιέμαι. Μου λείπουν πολύ οι φίλοι μου. Δεν αντέχω άλλο να είμαι μόνος μου. Τους μισώ τους ανθρώπους και τους ανόητους νόμους που βγάζουν συνέχεια (αρχίζει να κλαίει)
Σούλα:
(αγκαλιάζει τον Άκη) Έλα, μη στεναχωριέσαι. Μπορούμε να γίνουμε φίλοι οι δυο μας. Όλα θα είναι πιο εύκολα, αν θα είμαστε μαζί.