Η ομπρέλα που δεν ήθελε να ανοίξει
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Ο Ήλιος δεν έδειχνε και πολύ ενθουσιασμένος,με κόπο προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του καθώς ο πατέρας Ουρανός για άλλη μια φορά είχε κάνει το χατίρι του Μαύρου Σύννεφου. Ενώ λοιπόν ήταν καλοκαιράκι και το Μαύρο Σύννεφο θα έπρεπε κανονικά να κάθεται ήσυχο και σιωπηλό ο Ουρανός δεν το μάλωσε όταν εκείνο ξαφνικά αποφάσισε να απλωθεί σε όλη την μπλε του επιφάνεια.
“Μα με καλύπτει,δεν το βλέπεις Πατέρα Ουρανέ;”παραπονέθηκε ο Ήλιος. “
Ω μην είσαι τόσο ιδιότροπος καλέ μου! λίγες ώρες θα είναι μόνο, άστο κι αυτό να ξεδώσει λίγο!” έκανε κάπως αυστηρά ο Ουρανός.
Κι ενώ το σύννεφο άρχισε να πιτσιλάει με τις πρώτες χονδρές στάλες του την πλάση ένα αγοράκι με κόκκινα, σγουρά μαλλιά βρισκόταν σε απόγνωση. Μα γιατί δεν άνοιγε η λευκή ομπρελίτσα του; Ήταν υποχρεωμένη να το κάνει, άλλωστε αυτό δεν ήταν το καθήκον μιας σωστής ομπρέλας;
“Ομπρελίτσα μου γλυκιά γιατί δεν ανοίγεις, αφού δεν είσαι χαλασμένη! Θέλεις να γίνω παπί και να χαλάσουν τα όμορφα,πάνινα παπούτσια μου;” αναρωτήθηκε δυνατά το παιδί.
Θα σου απαντήσω ελεύθερα δίχως τον παραμικρό φόβο φίλε μου !Σου κρατάω συντροφιά όλο το φθινόπωρο και τον χειμώνα και αρκετές φορές ακόμη και την άνοιξη γλυκέ μου. Έχω λοιπόν κι εγώ το δικαίωμα να αρνηθώ να δουλεύω και το καλοκαίρι, να απεργήσω πώς το λένε!”
Όπως ήταν φυσικό το αγοράκι τα έχασε, πρώτη φορά άκουγε ομπρέλα να μιλάει! Για μια στιγμή πήγε να την αφήσει στην άκρη του δρόμου και να το βάλει στα πόδια. Έπειτα όμως το σκέφτηκε αλλιώς κι αποφάσισε να συνεχίσει την κουβέντα με την ομπρέλα σε κάποιο σημείο που ίσως δεν βρεχόταν .Μια κόκκινη τέντα στο απέναντι κατάστημα έμοιαζε η ιδανική λύση. Δίνοντας μια τρεχάλα κατάφερε να προστατευτεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κάτω από την θεόρατη τέντα.
“Δηλαδή ομπρελίτσα μου κάθε φορά που εγώ σε ανοίγω εσύ κουράζεσαι,αυτό θέλεις να μου πεις;” Το παιδάκι ήταν περίεργο να ακούσει την απάντηση.
“Με βρίσκεις σε καλή διάθεση και θα δεχτώ να συνεχίσω την συζήτηση μαζί σου. Είσαι φίλος μου μην το πάρεις προσωπικά μα να εσείς οι άνθρωποι συχνά νομίζετε πως μονάχα εσείς υπάρχετε πάνω σε τούτο τον πλανήτη. Μας ρωτήσατε ποτέ εμάς τα αντικείμενα αν θέλουμε να ξαποστάσουμε που και που; Υπάρχουν στιγμές που οι δυνάμεις μας εγκαταλείπουν κι εμάς, υπάρχουν στιγμές που δεν θέλουμε να δουλέψουμε, θέλουμε να τεμπελιάσουμε!”
Το παιδάκι έξυσε το κεφάλι του με αμηχανία, τα λόγια της λευκής ομπρέλας μάλλον έκρυβαν μεγάλη αλήθεια. Για κάποιο λόγο ο νους του πήγε στην μητέρα του από την οποία όλοι μες την οικογένεια ζητούσαν να είναι πάντα χαμογελαστή κι έτοιμη να εκπληρώσει την κάθε επιθυμία. Μήπως κι εκείνη αισθανόταν ώρες ώρες σαν την ομπρελίτσα; Δεν πρόλαβε να βγάλει αμέσως συμπέρασμα αφού η βροχή σταμάτησε απότομα κι έτσι αποφάσισε να επιστρέψει γρήγορα στο σπίτι του για να αλλάξει τα βρεγμένα ρούχα του.
“Μανούλα αύριο θα ετοιμάσω εγώ κι ο μπαμπάς το πρωινό,κοιμήσου λίγο παραπάνω. Ίσως χρειάζεσαι κι εσύ λίγη ξεκούραση όπως η ομπρέλα μου” έκανε ο μικρούλης στην μαμά του λίγο πριν του διαβάσει το παραμύθι που συνήθιζε κάθε βράδυ. Η γυναίκα του χαμογέλασε γλυκά αν και δεν μπόρεσε να καταλάβει τι σχέση είχε η ομπρέλα με την ξεκούραση της …