Η τεμπέλα σάκα
Γράφει: Χριστίνα Καρρά
Η σάκα ήταν εδώ και κάμποσες μέρες ανήσυχη, μάτι δεν έκλεινε τα βράδια! Όχι πως ήταν άρρωστη, ίσα ίσα που αισθανόταν περίφημα. Έτσι ξεκρέμαστη τόσον καιρό είχε αρκετά ξεκουραστεί και το πατάρι πάνω στο οποίο την είχε βάλει από τις αρχές καλοκαιριού η μαμά του Μιχαλάκη δεν ήταν καθόλου άσχημο. Η θέα από εκεί πάνω ήταν κάτι παραπάνω από πανοραμική! Εδώ και μια εβδομάδα όμως τα νέα δεν ήταν και πολύ ευχάριστα για την πολύχρωμη σάκα. Το μπαούλο που βρισκόταν επίσης στο πατάρι, ήταν το πρώτο που της τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα.
“Σάκα ετοιμάσου, όπου να΄ναι σου βγάζουν εισιτήριο καλή μου! ”ούρλιαξε όλο ειρωνεία ένα πρωί. ”Σε λίγες μέρες το πατάρι θα είναι μια μακρινή, γλυκιά ανάμνηση για σένα φίλη μου. Ενώ εγώ; Κοίταξε με λιγάκι καλύτερα! Θαρρείς πως θα μου δώσει κανείς την παραμικρή ευκαιρία να αλλάξω περιβάλλον; Τόσο βαρύ κι ασήκωτο που είμαι κανείς δεν θα επιχειρήσει να με κατεβάσει κάτω !Ενώ εσύ; Εσύ θες δεν θες είσαι αναγκασμένη να πάρεις “πόδι” από δω, τέρμα οι τεμπελιές σάκα, ξεκινάνε τα σχολεία!”
Η σάκα όμως ήταν αποφασισμένη να μην υποχωρήσει, μα υπήρχε πιο ωραίο πράγμα από την τεμπελιά; Τόσο σημαντικό ήταν πια αυτό το σχολείο κι έπρεπε να σήκωνεται μαζί με τον Μιχαλάκη από τις εφτά το πρωί; Στην αρχή κρύφτηκε πίσω από το μπαούλο, ποιος θα την ανακάλυπτε εκεί; Ο ποντικός όμως που είχε στήσει εκεί το νοικοκυριό με την φαμελιά του δεν της έδωσε την ελάχιστη ευκαιρία για κάτι τέτοιο.
“Εξαφανίσου πριν σου ροκανίσω τα λουριά, τ’ακούς;” την απείλησε με θράσος.
Ένα χαρτοκούτι με παλιά παπούτσια ήταν η επόμενη κρυψώνα που ήθελε να δοκιμάσει. Εκείνο όμως που την “φρέναρε” ήταν η άσχημη μυρωδιά των υποδημάτων, με κόπο κρατούσε την αναπνοή της.
“Αν σου βρομάμε πάρε δρόμο!”έ κανε θυμωμένα ένα παλιό αθλητικό παπούτσι του Μιχαλάκη.”Ορίστε μας, ακούς εκεί να μας προσβάλει μια ταπεινή και μάλιστα τεμπέλα σάκα!”
Η τελευταία ελπίδα της ήταν μια παλιά ραφιέρα. Φαινόταν ασφαλές σημείο για να κρυφτεί κανείς, αφού βρισκόταν σε πολύ σκοτεινό σημείο. Χαρούμενη έτρεξε προς τα εκεί. Με ανεβασμένη πια ψυχολογία διάλεξε την πιο ευρύχωρη γωνίτσα.
“Ε σάκα για να αραιώνουμε!” Η φωνή ακούστηκε από την ραφιέρα.
“Παρακαλώ ποιός μου μιλάει;”
“Δεν είμαι σίγουρη αν αυτή την στιγμή εκτιμώ την ευγένειά σου σάκα καθώς κάθεσαι πάνω στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας που με τόσο κόπο χτίζω εδώ και χρόνια! ”την μάλωσε μια τριχωτή αράχνη που αισθάνθηκε ότι κινδυνεύει ο ιστός της.
Η σάκα το πήρε κάποια στιγμή απόφαση, η τεμπελιά που τόσο πολύ λάτρευε είχε λάβει δυστυχώς για εκείνη τέλος. Με κρύα καρδιά κατέβηκε από το πατάρι κι άφησε να την κρεμάσουν στην καρέκλα του Μιχαλάκη. Παρόλα αυτά δεν έχασε το κουράγιο της,το επόμενο καλοκαίρι μπορεί να αργούσε μα σίγουρα θα ερχόταν!