Η βόλτα
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Πληθαίνουν οι σκέψεις και στριμωγμένες τις νιώθω στο μυαλό μου. Οπή κατάλληλη γυρεύω για λίγο να τις αποσυμφορήσω, μα δυσκολεύομαι πολύ.Το πρόσωπό μου σκυθρωπό διαισθάνεται προφανώς την δυσφορία μου την οποία και παράγει προς τα έξω. Νιώθω έντονη την επιθυμία να εγκαταλείψω την σιγουριά των τεσσάρων τοίχων μου και να παραδοθώ στην σχετικότητα του ανέμου.Κατσαδιάζοντας την ομπρέλα μου που τώρα βρήκε την ώρα να δηλώσει ανέτοιμη να ανοίξει κατεβάζω το πόμολο της εξώπορτας προς τα κάτω.
Τα σύννεφα μποστιάζονται μην αφήνοντας την παραμικρή ευκαιρία στον ήλιο να στείλει κάποια φωτεινή ηλιαχτίδα επάνω μου. Αναθεματίζω για άλλη μια φορά την επαναστάτρια ομπρέλα μου και αναζητώ κάποιο κενό παγκάκι. Σφαλίζω τα βλέφαρα κι αφήνομαι στη δίνη του αέρα που πνέει πλέον σφοδρά. Το κεφάλι μου νιώθει ξάφνου πιο ανάλαφρο σαν να αδειάζει από τον όγκο των σκέψεων λες και ο αέρας κατάφερε να της ξεκολλήσει από τα εγκεφαλικά μου κύτταρα.
Η βροχή που πέφτει δεν με νοτίζει όσο το περιμένω,σαν να με προσέχει,σαν να γνωρίζει το πρόβλημα που μου δημιούργησε προηγουμένως η ομπρέλα.Ευχαριστημένη και κυρίως ξαλαφρωμένη παίρνω τον δρόμο της επιστροφής,ο οποίος για κάποιον λόγο αλλόκοτο μου φαίνεται τώρα πιο σύντομος,παρά την ίδια ανηφόρα και τις ίδιες διακλαδώσεις.
Στρίβω το κλειδί στην πόρτα νιώθοντας ότι μπαίνω σε κάτι καινούργιο κάτι ανανεωμένο.Με διάθεση χαλαρή και το χτύπημα της βροχής πάνω στα τζάμια να με νανουρίζει πέφτω για ύπνο με τα μισοβρεγμένα μου ρούχα.Τούτη την βραδιά σας τ ’ορκίζομαι είδα το πιο όμορφο όνειρο...