Κι ανακατεύτηκαν οι σκέψεις μου
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Έκατσα στην άκρη του βράχου με το κύμα να σκάει αυθάδικα ίσαμε την μύτη των παπουτσιών μου. Στην αρχή θορυβήθηκα καθώς δεν ήθελα να χαλάσουν από την αλμύρα έπειτα όμως αποφάσισα να τα βγάλω και να τα ακουμπήσω σε μια ακρούλα. Δεν ήμουν ακόμη σε θέση να καταλάβω για ποιο λόγο είχα φτάσει ως εδώ. Ανακατεύτηκαν οι σκέψεις μου και η μνήμη μου χειρόφρενο θαρρώ πως τράβηξε. Κάποιο σημάδι στον ουρανό την προσοχή μου τράβηξε. Δεν ξέρω αν ήταν διάττοντας αστέρας μα η φαντασία μου ως τέτοιον θέλησε να το εκλάβει.
Δυό δάκρυα κατηφόρισαν στα μάγουλα σαν απρόσκλητοι επισκέπτες που προκαλούν αναστάτωση και ξεβόλεμα. Με γοργές κινήσεις τα απομάκρυνα αν και πρόλαβαν να νοτίσουν τα ακροδάχτυλά μου. Αόριστες λέξεις ανακατεύτηκαν με τις ήδη μπερδεμένες σκέψεις μου και η απορία θρονιάστηκε στο πρόσωπό μου. Η ψυχραιμία έλαμψε δια της απουσίας της κι ένα νέο κύμα δακρύων με έριξε πιο πολύ.
Τα έβαλα επιτέλους κάτω. Σίγουρη πια για την ηρεμία που ανακτούσα προσπάθησα να βάλω τις συγκεχυμένες σκέψεις σε σειρά. Το κουβάρι ξετυλιγόταν αργά και βασανιστικά. Μπορεί και να’ταν κάπως ολέθριο μα δεν ήθελα να υποχωρήσω. Θύμησες παλιές και καινούριες σειρά άλλαζαν δίχως φειδώ. Αντάμωσα με όνειρα χαμένα, με όνειρα που θα’θελα ακόμη να εκπληρωθούν. Πείστηκα αναγκαστικά για την βραχύτητά τους μα φέρθηκα ρεαλιστικά.
Την βραδινή βόλτα γρήγορα τελείωσα,ανάλαφρη σαν φτερό ένιωσα και πάλι.Οι ανακατεμένες σκέψεις μου επιτέλους μπήκαν σε κάποια τάξη. Ποιός ξέρει όμως για πόσο;