Μαμά μία αγκαλιά και ένα φιλί για κάθε μου αποτυχία
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Η ηλικιωμένη με τα κατάλευκα μαλλιά φαινόταν άκρως καταπονημένη και κουρασμένη. Τα ξέφτια από την κάποτε πανάκριβη ρόμπα της τόνιζαν με τον δικό τους τρόπο την δυσμενή της θέση. Δεν ήταν λίγα αυτά που είχε περάσει τα τελευταία χρόνια, χηρεία, ασθένειες. Αυτό που την πονούσε όμως περισσότερο απ’ όλα ήταν η διακοπή σχέσεων με την κόρη της την Αγνή. Η επιστροφή σε τούτη την μονοκατοικία όπου είχε μεγαλώσει την σήμερα σαραντάχρονη Αγνή γιγάντωσε την θλίψη και τα αναπάντητα γιατί της. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει για ποιο λόγο το σπλάχνο της την έβγαλε από την ζωή του, ποτέ δεν της μίλησε, ήταν πάντα τόσο μα τόσο κλειστή η Αγνή!
Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά κι εκείνη δεν αισθανόταν την ανάγκη να πλαγιάσει. Ράθυμα κι ασθμαίνοντας κινήθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Το κάποτε γεμάτο με λογιών λογιών αρώματα και καλλυντικά τραπεζάκι, φάνταζε πλέον ορφανό καθώς το μόνο που θύμιζε την αλλοτινή του αίγλη ήταν μονάχα ένα άδειο μπουκαλάκι σε ιδιόμορφο σχήμα και η σκονισμένη μπιζουτιέρα. Το περιεχόμενό της κοσμηματοθήκης την κατέκλυσε με μυριάδες αναμνήσεις που συνδέονταν κυρίως με κοσμικά δρώμενα και μακρινά ταξίδια στο εξωτερικό. Με προσοχή αφαίρεσε τον πάνω εσωτερικό “όροφο”, αυτόν με τα πολύτιμα δαχτυλίδια και σκουλαρίκια. Η κενότητα του κάτω μέρους κούρασε το μάτι της και ήταν έτοιμη να κλείσει την μπιζουτιέρα. Το ρυτιδιασμένο χέρι της όμως γράπωσε κάτι πολύ γνώριμο στην υφή του, έναν κλειστό λευκό φάκελο που έγραφε απέξω “Για την μαμά”. Το μυαλό της πήγε αμέσως στην ημέρα που η Αγνή της τον είχε δώσει, ήταν η γιορτή της μητέρας και η κόρη της ήταν μόλις δεκατριών ετών. Εκείνη τον είχε πάρει με βαριεστημένο ύφος και τον είχε κλείσει απλά μες την κοσμηματοθήκη. Με τρεμάμενα χέρια έσκισε τον φάκελο, αποκαλύπτοντας έτσι το γράμμα που δεν είχε διαβάσει ποτέ!
“Μαμά μου χρόνια πολλά για την γιορτή την δική σου κι όλων των μαμάδων αυτού του κόσμου. Σου γράφω γιατί αν και λες συνέχεια πόσο πολύ με νοιάζεσαι, εγώ δεν το αισθάνομαι. Καταλαβαίνω ότι έχεις πολλά στο κεφάλι σου μα ώρες ώρες νομίζω πως ξεχνάς ότι υπάρχω κι εγώ. Με θυμάσαι μονάχα όταν είμαι άριστη στα μαθήματα κι όταν είμαι στα πάντα πρώτη. Τότε είναι που μαλακώνεις κάπως σαν την πουτίγκα που μου απαγορεύεις να τρώω έστω μια φορά τον μήνα γιατί όπως λες παχαίνει και λεκιάζει άσχημα τα ρούχα! Κάποτε σου είπα πως θέλω να γίνω καλλιτέχνης κι εσύ με κλείδωσες για μια ολόκληρη μέρα στο δωμάτιο, αφού όπως ούρλιαζες είχαμε “συμφωνήσει” να γίνω γιατρός όπως κι εσύ. Δεν με αφήνεις να γελάω δυνατά μπροστά σε ξένους, πρέπει να είμαι σοβαρή για να μην με κακοχαρακτηρίσουν. Μαμά σου γράφω γιατί ποτέ δεν έχεις χρόνο να με ακούσεις, να ακούσεις τις “ανοησίες” μου όπως λες. Μαμά πονάει η καρδούλα μου, μαμά ματώνει η ψυχούλα μου....αγάπε με όπως είμαι, μαμά δώσε μου μια αγκαλιά κι ένα φιλί για κάθε αποτυχία μου...”
Με δάκρυα στα μάτια και δίχως δεύτερη σκέψη η ηλικιωμένη σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου. Είχε φτάσει επιτέλους η στιγμή που θα δεχόταν την κόρη της γι’ αυτό που ήταν....