Με αγάπη από τα Ιμαλάια

2018-12-17 11:28

Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)

Η Σοφία άνοιξε με φούρια το ψυγείο.Το φρέσκο κοτόπουλο που είχε αγοράσει στον χασάπη της γειτονιάς ήταν ξαπλωμένο νωχελικά μες την στρογγυλή λεκάνη. 

“Τι με κοιτάς έτσι κι εσύ;Ό,τι και να σε κάνω στον κάδο θα καταλήξεις”του είπε,δίχως φυσικά να περιμένει απάντηση από το πουλερικό. 

Με μηχανικές κινήσεις άρχισε να κόβει ένα κρεμμύδι.Ούσα κάτι ανάμεσα σε Marilyn Manson και Alice Cooper, αφού η μάσκαρα έρεε άφθονη λόγω του τσουξίματος των ματιών της, έφερε στον νου της τον χθεσινό καυγά με τον Δημήτρη. Ο άνδρας της είχε επιστρέψει από το μεσιτικό γραφείο στο οποίο εργαζόταν κατάκοπος.

 “Τι καλό μου μαγείρεψες;” την είχε ρωτήσει την ώρα που άλλαζε τα ρούχα του.

 “Κοτοπουλάκι!”  “Δεν το λες κι άσχημο”έκανε ο Δημήτρης όχι ιδιαίτερα ενθουσιασμένος.

 “Δεν ήξερα πως ήθελες να σηκώσω τον Τσελεμεντέ από το μνήμα για να σου ετοιμάσει ντίνερ ανάλογο του γούστου σου!” μονολόγησε η Σοφία σιγά.

 Του σέρβιρε ανόρεχτα το φαγητό σαν να ήταν αγγαρεία,αφού γνώριζε τι θα επακολουθούσε. Είχε δεν είχε προλάβει ο Δημήτης να χώσει τους κοπτήρες του στο ζουμερό μπουτάκι και να που ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος του κουδουνιού. Δεν χρειαζόταν να κάνει δα και καμιά μεγάλη μαντεψιά η Σοφία. Ήταν σίγουρα η πεθερά της που εντός ολίγων δευτερολέπτων θα σουλατσάριζε με άνεση στην κουζίνα της. 

“Μανούλα εσύ;” Ο Δημήτρης έπεφτε στην κυριολεξία στην αγκαλιά της λες και είχε να την δει από την έναρξη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου!

 “Έτσι θα σε άφηνα εγώ καμάρι μου;” έκανε όλο νόημα η κυρά-Μέλπω. 

Η Σοφία ήξερε απέξω κι ανακατωτά την συνέχεια,εξάλλου αυτό δεν συνέβαινε από τα πρώτα λεπτά του έγγαμου βίου τους; Η πεθερά της εμφανιζόταν κάθε μεσημέρι με ένα τάπερ σε διαστάσεις ογκόλιθου λες και θα τάιζε τον Οβελίξ,με σκοπό να δώσει τις σωστές κι απαραίτητες θερμίδες στον...μπούλη της. Σπάνια ο Δημήτρης έτρωγε τα φαγητά της γυναίκας του κι όταν το έκανε δεν έλειπε η κλασική ατάκα:”Σαν της μανούλας δεν έχει!” 

“Μα κοτόπουλο και σήμερα;”ρουθούνισε υποτιμητικά η Μέλπω.”Μπα σε καλό σου Σοφία!”έσταξε κι άλλο φαρμάκι. 

Το τάπερ έκρυβε για πολλοστή φορά κάποιον λουκούλειο θησαυρό.“Το ονομάζω “Το πρώτο φιλί”γιατί κατά κάποιον περίεργο τρόπο μου θυμίζει την γεύση που μου άφησε το πρώτο φιλί του πατέρα σου Δημήτρη μου!” έκανε συγκινημένη χώνοντας μια γενναιόδωρη μπουκιά στο στόμα του κανακάρη της.

 “Δεν ξέρεις πόσο πολύ θα ήθελα να σου δώσω το τελευταίο φιλί πριν αποδημήσεις εις Κύριον”ήταν έτοιμη να ξεστομίσει η Σοφία, ωστόσο κρατήθηκε. 

Οι μέρες περνούσαν και οι επισκέψεις της πεθεράς αποκτούσαν διαστάσεις επιδημίας. Κάποια στιγμή,ύστερα από μια πολύωρη συζήτηση με τον εαυτό της, η Σοφία αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα. Θα έφτιαχνε κουραμπιέδες τους οποίους θα παρουσίαζε ως εκείνους της πεθεράς της. Μόνο που θα “πείραζε”λίγο την συνταγή κι αντί για ζάχαρη η ζύμη θα περιείχε αλάτι και μάλιστα όχι οποιοδήποτε αλάτι μα αλάτι Ιμαλαίων! Όχι δεν ήταν φτηνιάρα η Σοφία είχε γούστο και φινέτσα! Πόσο περήφανη ήταν με το τελικό αποτέλεσμα,το ροζ αλάτι είχε τελείως απορροφηθεί από τα άλλα υλικά και τίποτα δεν μαρτυρούσε την ύπαρξή του στο γλυκό.Τίποτα σε οπτικό βέβαια επίπεδο γιατέ σε ότι αφορούσε το γευστικό τα πράγματα άλλαζαν... 

Ώρα 1:30,ανήμερα Χριστουγέννων: Η πεθερά απουσίαζε σε ορεινά χωριουδάκια, αφού είχε πάει εκδρομή μαζί με κάποιους “λεβέντες”που κυκλοφορούσαν με το πι. Η ευκαιρία ήταν χρυσή και η Σοφία θα την εκμεταλευόταν αναλόγως. Αφού αντικατέστησε τους κουραμπιέδες της πεθεράς της με εκείνους των “Ιμαλαίων”τους έδωσε στον Δημήτρη. “

Είναι της μανούλας σου”τον διαβεβαίωσε. 

Ο Δημήτρης τους καταβρόχθισε με βουλιμία αποδίδοντας την κάπως αλλόκοτη γεύση σε ...γαστρονομικό πείραμα της μητέρας του. Χ

ριστούγεννα:Ο Δημήτρης πέρασε την βραδιά στα επείγοντα καθώς ήταν στα όρια της αφυδάτωσης λόγω των συχνών...επισκέψεων στο μπάνιο. Από τότε δεν έχει ακουμπήσει ξανά φαγητό της κυρά-Μέλπως.

Συμπέρασμα:Για καλό και για κακό έχε πάντα αλάτι Ιμαλαίων στην κουζίνα σου.Ίσως σου χρειαστεί για κάποιο γλυκό