Με ρούχα διαφορετικά
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Ο δεκαεξάχρονος Μιχάλης σηκωνόταν κάθε μέρα όταν είχε σχολείο πριν από όλους τους συμμαθητές του. Το σκηνικό ήταν κάθε φορά το ίδιο, επαναλαμβανόμενο ως και την παραμικρή του λεπτομέρεια .Άνοιγε το συρτάρι που είχε πάντα κλειδωμένο κι έβγαζε την λουλουδιαστή μπλούζα και το τζην παντελόνι με την στάμπα “Beauty quenn”. Τα φορούσε κι έβαζε και λίγο ροδακινί λιπ γκλος που πάντα υπήρχε στο συρτάρι. Με βιάση τα αφαιρούσε πάλι από πάνω του και τα τοποθετούσε εκ νέου στο κρυφό συρτάρι.Έπειτα άνοιγε την ντουλάπα όπου βρίσκονταν τα “κανονικά” του ρούχα, αυτά που όφειλε να φοράει κάθε μέρα στο σπίτι, στο σχολείο, όταν έβγαινε με φίλους,σε γιορτές,απλά παντού!
“Όχι αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει σε μένα,όχι Θεέ μου!”
Η μητέρα του Μιχάλη βρισκόταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας.Ο γιος της είχε ξεχάσει να κλειδώσει το “ένοχο”συρτάρι κι έτσι η μητέρα του είχε βρει τα κοριτσίστικα ρούχα.
“Είμαι μια αποτυχημένη”συνέχισε η γυναίκα.”Το παιδί μου είναι άρρωστο,είναι...είναι...”.
Σταμάτησε. Δεν ήθελε να ξεστομίσει καμία από τις τόσες λέξεις που στοιβάζονταν στο μυαλό της. Σκέψεις όπως “Ντρέπομαι για τον Μιχάλη”και ”Γιατί να μας το κάνει αυτό;” μάχονταν με το μητρικό φίλτρο.
Ο Μιχάλης άνοιξε διστακτικά την πόρτα του δωματίου του. Η μέρα ήταν και σήμερα πολύ δύσκολη για εκείνον. Για άλλη μια φορά τον κορόιδευαν επειδή έκανε περισσότερη παρέα με τα κορίτσια. Για άλλη μια φορά τον κόλλησαν στον τοίχο κατά την διάρκεια του διαλείμματος, βρίζοντας και φτύνοντάς τον μες τα μούτρα μόνο και μόνο επειδή ήταν “διαφορετικός”.
“Επέστρεψες Μιχάλη μου;” τον υποδέχτηκε η μητέρα του κρατώντας ένα ημερολόγιο στα χέρια.Ήταν το ημερολόγιο του γιου της που επίσης έκρυβε μες το συρτάρι. Η φράση που είχε γράψει το παιδί της ”Αν το μάθουν οι γονείς μου θα με πετάξουν έξω ή θα με κλείσουν στο υπόγειο με τους αρουραίους” είχαν τρυπήσει σαν στιλέτο την καρδιά της
. “Μιχάλη σε αγαπάω, έλα να μου τα πεις όλα .Μαζί θα την βρούμε την άκρη καρδιά μου, είμαι περήφανη για σένα”. Ο Μιχάλης ύστερα από πάρα πολύ καιρό χαμογελούσε και πάλι...