Μελομακάρονα al dente και μαύροι κουραμπιέδες
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
“Τι ακόμη δεν ξεκίνησες;” “Α εγώ σας έχω όλες ξεπεράσει....με γέμιση σοκολάτας παρακαλώ!” “Α πα πα εγώ επιμένω παραδοσιακά δεν τολμώ εύκολα αλλαγές!” Τέτοιες και παρόμοιες ατάκες έκαναν το κεφάλι μου να κουδουνίζει περισσότερο κι από τα δύο κωδωνoστάσια του Καθεδρικού Ναού της Παναγίας των Παρισίων! Μια γρήγορη αναδρομή του μυαλού μου στην τελευταία εικοσαετία της ζωής μου με έκανε να κοκκινίσω σαν φρεσκοκομμένη παπαρούνα. Πουθενά μα πουθενά δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία μνήμης που να σχετιζόταν με την παραγωγή χριστουγεννιάτικων λιχουδιών. Για να το θέσω πιο απλά... η τελευταία φορά που πασπάλισα με άχνη κουραμπιέδες ήταν την εποχή που η Βέφα Αλεξιάδου μεσουρανούσε κι ο Άκης Πετρετζίκης δεν είχε καν γεννηθεί! Όχι δηλαδή πως τόσον καιρό ένιωσα ποτέ την τεράστια ανάγκη για κάτι τέτοιο. Μια χαρά με κάλυπταν σουπερμάρκετ και ζαχαροπλαστεία. Έλα μου όμως που μια χούφτα νοικοκυρούλες κατάφεραν με το λεκτικό τους μπούλινγκ να με κάνουν να αισθανθώ δευτεράντζα, μηδενικό, ανύπαρκτη! Έτσι λοιπόν ένα πρωινό ξύπνησα αποφασισμένη να το “τολμήσω". Κάποιοι περιστασιακοί ενδοιασμοί, κόμπλεξ και τεμπελιές παραμερίστηκαν θέλοντας και μη αφού το “Πώς; Ετοιματζίδικα μελομακάρονα; Αυτό είναι απτ’άγραφα!” βούιζε αέναα στα αυτιά μου από την ώρα που βούρτσιζα τα δόντια μου ως την ώρα που θα έκλεινα την εξώπορτα του σπιτιού μου. Μια γρήγορη ματιά στο πορτοφόλι με προσγείωσε ανώμαλα στην σκληρή πραγματικότητα. Τα χρήματα έφταναν μονάχα για τα υλικά των γλυκών, η παραγγελία μου θα απολάμβανε για άλλη μια μέρα την φιλοξενία των ραφιών του κούριερ.
Με μισή καρδιά μπήκα μες το πλησιέστερο σουπερμάρκετ. Τα υλικά μου φάνηκαν πολύ ακριβά μα μπρος στην εκδίκηση που θα έπαιρνα από τις νοικοκυρές γιαλαντζί (Συγγνώμη κιόλας,αλλά ολόκληρες αποικίες έχουν ιδρύσει οι αράχνες στις γωνίτσες των δωματίων τους! ) τι σημασία είχαν τα ευρώ; Με την γεμάτη πλέον πάνινη τσάντα μου πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Περνώντας μπροστά από το κούριερ είχα πένθιμο ύφος. Ξέρεις τι είναι να σε περιμένει το δεματάκι σου κι εσύ να μην μπορείς να το σφίξεις στην αγκαλιά σου εξαιτίας της λαδόκολλας, του βουτύρου και της κανέλλας; Στωικά κατάφερα να αποτρέψω την καθοδική πορεία ενός δακρύου. (Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες θα ένιωθαν περήφανοι για μένα! ) Ώρα τρεις το μεσημέρι μ’έναν γάτο να σουλατσάρει έξω από την κουζίνα ικετεύοντας για τροφή. Με ελαφριά αγανάκτηση του σέρβιρα ό,τι είχει απομείνει από το παστίτσιο.Το ξινισμένο μουτράκι του το ερμήνευσα ως: ”Κάτι σε ψάρι δεν προσφέρει το κατάστημα μανδάμ;” Αφού τον ξεφορτώθηκα άνοιξα τον Τσελεμεντέ, τον οποίο για να τον βρω χρειάστηκα πυξίδα και GPS! ”Μελομακάρονα ή κουραμπιέδες; ”αναρωτήθηκα προβληματισμένη.Θα ξεκινούσα από τα δύσκολα που για μένα ήταν τα μελομακάρονα. Η αλήθεια ήταν ότι ακολούθησα πιστά,σχεδόν ευλαβικά, όλα τα βήματα της συνταγής, ωστόσο κάτι δεν πήγε μάλλον καλά. Η εικόνα του βιβλίου μαγειρικής δεν είχε καμία σχέση με το δικό μου αποτέλεσμα. Με χέρια να κολλάνε απ’το μέλι λες και τα είχα βουτήξει σε τόννους κόλλας στιγμής προσπάθησα να καθαρίσω τον πάγκο της κουζίνας που βρισκόταν σε χαοτική κατάσταση.Ύστερα από περίπου μια ωρίτσα αισθάνθηκα ικανοποιημένη από την πάστρα και ήμουν έτοιμη να ξεκινήσω με τους κουραμπιέδες. Η δοκιμή όμως ενός μελομακάρονου ήταν σαφώς επιβεβλημένη, ήθελα να γευτώ τους κόπους μου βρε αδελφέ! Άνετα θα μπορούσε να έχει μια αλλόκοτη συγγένεια με το μακαρόνι αφού ήταν δίχως αμφιβολία ...al dente. Με πεσμένα φτερά και ούσα σίγουρη πως φέτος δεν θα μου έδιναν τον χρυσό σκούφο άρχισα να αναμιγνύω τα υλικά του κουραμπιέ. Άργησα λιγότερο απ’όσο περίμενα και για τον λόγο αυτό επιβράβευσα τον εαυτό μου με λίγη διασκέδαση μπροστά στον υπολογιστή. Είχα απορροφηθεί τόσο πολύ που μέχρι και τα ρουθούνια μου απενεργοποιήθηκαν,ούτε που αντιλήφθηκαν ότι οι κουραμπιέδες ήταν στα πρόθυρα της αποτέφρωσης! Έκανα ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να τα σώσω και τα τοποθέτησα σε μια γουστόζικη, χριστουγεννιάτικη πιατέλα. Κάτι δεν πήγαινε όμως καλά,τόσο γευστικά όσο και εμφανισιακά, κυρίως το δεύτερο. Μην μπορώντας να αλλάξω κάτι το ιδιαίτερο στην γεύση επικεντρώθηκα στο οπτικό του θέματος. Η άχνη έπεφτε με την σέσουλα πάνω στον καρβουνισμένο κουραμπιέ, μα η κατάσταση δεν έλεγε με τίποτα να καλυτερεύσει. Η τσίκνα καπέλωνε διαρκώς το αγνό λευκό. Δεν ήθελε και πολύ για να συνειδητοποιήσω πως τα γλυκά μου δεν τρώγονταν ούτε από άνθρωπο δύο μήνες ατάιστο.”Ντροπή της ελληνικής κουζίνας!” θα με χαρακτήριζε ο ίδιος ο Τσελεμεντές αν ζούσε. Όχι τέτοιο ξεφτιλίκι δεν μπορούσαν να το σηκώσουν οι ώμοι μου! Από την άλλη όμως....γιατί να στεναχωριέμαι; Μπορεί να μην είμαι ικανή στο να φτιάχνω κουραμπιέ και μελομακάρονο είμαι όμως ικανότατη στο να τον καταβροχθίζω...
Υ.Γ:Η προσπάθεια μετράει....