Η μικρή μπαλαρίνα

2016-08-07 12:05

Γράφει: Μαίρη Κάντα

 

Είμαι μία μικρή μπαλαρίνα από αυτές που βγαίνουν από τα κουρδιστά κουτιά. Για χρόνια βρισκόμουν σε ένα κατάστημα παιχνιδιών, ξεχασμένη. Κανένας δεν ήθελε να με αγοράσει. Τι και αν χόρευα κάθε φορά που δύο παιδικά χέρια με έβγαζαν από το κουτί; Γρήγορα με ξεχνούσαν καθώς έβλεπαν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια στο απέναντι διάδρομο.

Καθώς περνούσε ο καιρός, έχανα την ελπίδα μου. Κανένας δεν θα ήθελε να με αγοράσει. Θα περνούσα όλη την ζωή μου σε αυτό το κατάστημα. Μία μέρα όμως έγινε κάτι που αναπτέρωσε το ηθικό μου. Ήρθε μια κυρία και έψαχνε να βρει μία όμορφη μπαλαρίνα για να την χαρίσει στη κόρη της. Με πλησίασε και της χάρισα το ομορφότερο χαμόγελο μου. Αυτό ήταν. Η κυρία με αγόρασε και εγώ βρέθηκα να κάνω παρέα στο κοριτσάκι της. «Ειρήνη» είναι το όνομα της.

Κάθε πρωί η Ειρήνη με κουρδίζει, ανοίγει το κουτί και βγαίνω και χορεύω. Από την πρώτη κιόλας στιγμή πρόσεξα ένα στρατιωτάκι που στεκόταν απέναντί μου και με κοίταξε στα μάτια. Από εκείνη την μέρα περιμένω να ανοίξει το κουτί μου για να τον αντικρύσω. Θέλω να του μιλήσω. Να προλάβω να του πω όσα νοιώθω γι αυτόν. Για τον έρωτά μου. Είμαι όμως εγκλωβισμένη. Η ευτυχία μου διαρκεί όσο παίζει το τραγούδι και εγώ χορεύω γύρω-γύρω στον ίδιο ρυθμό. Μετά το κουτί κλείνει και εγώ βυθίζομαι και πάλι στο σκοτάδι.

Πόσο θα ήθελα να βλέπω συνέχεια το στρατιωτάκι. Πόσο με ηρεμεί, όταν χαμογελάει. Είναι το φως στη ζωή μου, αυτό που διώχνει το σκοτάδι. Να μπορούσα μία φορά να πλησιάσω κοντά του. Να ακούσω τους ήχους της καρδιάς του, να μυρίσω το άρωμα του, να τον αγγίξω. Να του ψιθυρίσω πόσο πολύ τον αγαπώ. Πώς για αυτόν φροντίζω να χορεύω κάθε μέρα τόσο όμορφα. Αν δεν υπήρχε αυτός να με κοιτά, ο χορός μου δεν θα είχε χρώμα. Θα ήταν μία απλή επαναλαμβανόμενη κίνηση, δίχως συναίσθημα.

Αν δεν ήταν εκείνος, δεν θα είχε τίποτα σημασία. Όλα θα ήταν ίδια. Φως, σκοτάδι, όλα ίδια. Δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να χορέψω, να προσπαθήσω για κάτι, να θέλω να δω το επόμενο πρωί. Θα ήμουν χαμένη, τρομαγμένη. Η σκέψη εκείνου, όμως, σβήνει τους εφιάλτες της νύχτας, στεγνώνει τα δάκρυα, δημιουργεί χαμόγελα, ελπίδα, αισιοδοξία. Με κάνει να νοιώθω πιο δυνατή και ας μη μου έχει μιλήσει ποτέ.

Αλλά είμαι εγκλωβισμένη. Το ξέρω. Τα πόδια μου είναι δεμένα σε αυτό το χαζό κουτί. Δεν θα καταφέρω ποτέ να τον πλησιάσω. Ποτέ δεν θα μπορέσω να του μιλήσω. Και τι δεν θα έδινα, αν μπορούσα να το αλλάξω αυτό. Να ξέφευγα για λίγες ώρες από αυτό το κουτί. Κρυφά, την νύχτα, να τον πλησίαζα. Ποιος θα καταλάβαινε την απουσία μου; Δεν θα ενοχλούσα κανέναν. Στα βιαστικά θα του έδινα ένα φιλί και μετά θα επέστρεφα στο καθήκον μου.

Ας μπορούσα για λίγο να ζήσω το όνειρο και μετά ας επέστρεφα στη πραγματικότητα των «πρέπει» και των «μη». Ανόητα σκέφτομαι. Δεν πρόκειται να γίνει ποτέ αυτό. Τα όνειρα είναι για λίγους, τους τυχερούς. Όχι για μένα. Απαγορεύονται τα όνειρα. Είμαι μία χορεύτρια σε ένα κουτί. Το καθήκον μου είναι να χορεύω και τίποτα άλλο.

Μακάρι να μη τον έβλεπα ποτέ ξανά. Να μη τον σκεφτόμουν, να μη τον είχα γνωρίσει. Ίσως τότε θα ήταν καλύτερα. Δεν θα υπήρχε εκείνος, δεν θα μου χαμογελούσε, δεν θα σκεφτόμουν τόσο τρελά την απόδραση. Θα ζούσα μόνο για το καθήκον μου, θα φρόντιζα να κάνω σωστά την δουλειά μου. Δεν θα πονούσα στην απουσία του. Δεν θα ήξερα καν τι σημαίνει απουσία.

 Μα τι λέω; Όχι είναι τεράστιο λάθος, όσα σκέφτομαι. Αν δεν τον γνώριζα, δεν θα ήξερα τι είναι το φως ή πώς είναι να νοιώθεις τόσο όμορφα για κάποιον. Δεν θα ήξερα πως είναι τα όνειρα, ούτε πως είναι όταν χαμογελάς. Δεν θα γνώριζα τίποτα, αν δεν ήταν αυτός. Θέλω να υπάρχει στη ζωή μου, έστω και σε απόσταση. Θα τον βλέπω τα πρωινά και τα βράδια θα τον φέρνω δίπλα μου, μες στα όνειρα μου.