Ο άνδρας με το τσίγκινο πιάτο
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Τα σημάδια του χρόνου και της κακουχίας ήταν το πρώτο που παρατηρούσε κανείς πάνω του. Όχι πως τα ρυπαρά του ρούχα δεν ξεχώριζαν από μακριά μα ένα πρόσωπο “μιλάει” πάντα περισσότερο από οποιοδήποτε άψυχο κομμάτι υφάσματος. Κανείς δεν γνώριζε το όνομά του αφού δεν ήθελε να το αποκαλύψει όσο κι αν τον πίεζαν. Συνήθιζε να ανταποκρίνεται στο "Λεωνίδας" που κάποιος για άγνωστο κι αδιευκρίνιστο λόγο του είχε “φορτώσει”. Περιφερόταν μες την πόλη κραδαίνοντας άλλοτε ήρεμα κι άλλοτε λίγο επιθετικά ένα τσίγκινο πιάτο, πιάτο ορφανό από τροφή. Σπάνια του άφηνε κανείς εκεί ένα κέρμα ή λίγο ψωμί, οι περισσότεροι είτε τον προσπερνούσαν σαν να ήταν εντελώς αόρατος είτε τον περιεργάζονταν σαν περίεργο έκθεμα.
Σπίτι δεν είχε κι ένα σκουριασμένο παγκάκι αποτελούσε την εστία του. Μπορούσε να τον δει κανείς εκεί να βουλιάζει μες τα τεράστια ρούχα του κυρίως τον χειμώνα που το ανελέητο ψύχος μπορούσε να προκαλέσει μεγάλο άλγος. Ο άνδρας μάλλον είχε τεράστια ψυχικά αποθέματα, κανείς δεν τον είχε ακούσει ούτε μια φορά να διαμαρτύρεται για την κατάστασή του, την τύχη και το μαύρο ριζικό του. Αντιθέτως εκείνος γινόταν μάρτυρας της αέναης μιζέριας ανθρώπων που στην ουσία δεν είχαν ιδιαίτερα προβλήματα, αφουγκραζόταν άθελά του γκρίνιες και παράπονα για πράγματα που φάνταζαν αστεία στα αυτιά του.
Υπήρξαν φορές που επιχείρησε με τον δικό του λιτό και κάπως τραχύ τρόπο να τους εξηγήσει πως δεν άξιζε τον κόπο να στεναχωριούνται για γεγονότα τόσο μικρά, τόσο εύκολα στη λύση! Άλλοι του χαμογελούσαν φιλικά προσπαθώντας απλά να τον ξεφορτωθούν, δεν έλειπαν όμως κι αυτοί που πέτρες του έριχναν δίχως αιδώ, πράξη που ούτε σε αδέσποτα κι αγρίμια αρμόζει. Με τον καιρό αποφάσισε να υιοθετήσει την σιωπή και να χαλιναγωγήσει την ένταση των κινήσεων του κάθε φορά που το πιάτο του έμενε κενό. Σιγά σιγά το Λεωνίδας αντικαταστάθηκε από το “Ο άνδρας με το τσίγκινο πιάτο” αφού θεωρήθηκε πως ταίριαζε περισσότερο στη αλαλιά του.
Ένα καλοκαίρι τα ίχνη του χάθηκαν, το παγκάκι του δεν τον φιλοξενούσε πια, το βαρύ, σερνάμενο βάδισμά του έπαψε να γίνεται αντιληπτό σε σοκάκια και πλατείες, ένας παράξενος σκοπός όμοιος με εκκλησιαστικό ύμνο δεν ηχούσε πια από το στόμα του. Κανείς δεν προσπάθησε να τον βρει, όλοι μιλούσαν όμως για την απουσία του. Λέγεται πως ένα μικρό αγοράκι βρήκε το τσίγκινο πιάτο του και το γέμισε με φρέσκα φρούτα....Ακούστηκε πως το αγοράκι αυτό ήταν άγνωστο σε όλους και πως το όνομά του ήταν Λεωνίδας... Κανείς δεν έμαθε ποτέ αν είναι αλήθεια...