Ο παραπονεμένος φάρος
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Τα κύματα έσκαγαν επάνω του δίχως σταματημό εδώ και ώρες. Κάποια από αυτά μάλιστα κατάφερναν να νοτίσουν την αρκετά ψηλή κορυφή του. Ο φάρος αποτελούσε σήμα κατατεθέν του λιμανιού μα κανείς δεν του έδινε πλέον την σημασία που του άρμοζε, όχι βέβαια από κακία ή αδιαφορία, μα να πολλές φορές το δεδομένο μας κάνει να μην εκτιμάμε όσο θα έπρεπε την αξία του. Το χρυσό σε μερικά σημεία χρώμα του είχε πια ξεθωριάσει καθώς κάποιοι δεν είχαν προνοήσει για την συντήρησή του. Μια ζωή ο φάρος είχε αφιερωθεί στους ναύτες και τα καράβια, τώρα όμως αισθανόταν τελείως άχρηστος κι ανεπιθύμητος. Πρωτόγνωρο του φαινόταν αυτό το συναίσθημα αφού κάποτε είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες. Πόσες φορές δεν προσπάθησε να εξευμενίσει την μανιασμένη θάλασσα με το ρυθμικό αναβόσβημα του;Υπήρξαν δε και στιγμές που καθοδήγησε σωστά καπεταναίους,ναύτες και ψαράδες κι εκείνοι με ένα νεύμα ικανοποίησης τον ευχαριστούσαν.
Ο φάρος αναστέναξε βαριά κι ο αέρας έκανε φιλότιμες προσπάθειες τον πόνο του να μεταφέρει απ’άκρη σ’άκρη. Κι ως εκ θαύματος δεν τα κατάφερε και άσχημα καθώς ψυχές αγνές,αμόλυντες από τον ιό της αδιαφορίας τον άκουσαν την ώρα που με βότσαλα περίτεχνα και μη την ώρα τους περνούσαν στην κοντινή παραλία. Κι έτσι ένα τσούρμο παιδιών που το καθένα έφερε την δική του δερματική απόχρωση, που κανένα δεν ήξερε καν τι σήμαινε η λέξη ρατσισμός κινήθηκε προς τον παραπονεμένο φάρο. Μπογιά χρυσή τους έλειπε από τα χρώματα που είχαν κουβαλήσει μα είχαν τόσα άλλα φωτεινά για να τον ομορφύνουν!
Μέσα σε μια μέρα ο φάρος έγινε αγνώριστος. Κόκκινο και λευκό,κίτρινο και θαλασσί χορό είχαν στήσει πάνω στο λίθινο σώμα του. Αχ πόσο το χάρηκε ο φάρος, χτύπους ανέβασε η λίθινη καρδούλα του! Κάποιοι φλύαροι γλάροι νέα μου φέρνουν ανά διαστήματα από τον φάρο, τα οποία χαμόγελο πλατύ σχηματίζουν στα χείλη μου. Δεν αναστενάζει λένε πλέον με παράπονο παρά χαίρεται την παρέα των παιδιών που αναγνώρισαν την αξία του...