Ο ποταμός που δεν ήθελε να είναι άλλο ποταμός
Γράφει: Χριστίνα Καρρά
Αισθανόταν συνήθως πολύ μόνος. Όλοι τον θαύμαζαν για το πλάτος, το μήκος και την αφθονία των πεντακάθαρων νερών του, εκείνος ωστόσο ένιωθε δυστυχισμένος. Κάποια δέντρα των οποίων οι ρίζες ποτίζονταν εξαιτίας της ύπαρξής του,ήταν τόσο μα τόσο τυχερά, σε αντίθεση μ’εκείνον που δεν μπορούσε να απολαύσει πλέον τίποτα! Στα κλαδιά τους πουλιά λογιών λογιών έπαιζαν κρυφτό και κυνηγητό, ενώ εκείνον τον απέφευγαν συστηματικά για να μην βραχούν τα φίνα φτερά τους. Όσο κι αν τους τραγουδούσε το νερένιο άσμα του, το τόσο γλυκό και τρυφερό, εκείνα μονάχα κύκλους έκαναν πάνω από την επιφάνειά του, σπάνια τολμούσαν ένα πλησίασμα .Ο ποταμός έλεγε και ξανάλεγε: ”Είμαι καταδικασμένος να ζω με την μοναξιά μου. Τι να το κάνω αν που και που κάποιο διψασμένο πλάσμα πιει από τα δροσερά νερά μου ή αν πάρει το πρόσκαιρο μπανάκι του; Αχ κι να ήμουν ωκεανός τεράστιος, πλοία να με διέσχιζαν ολημερίς, παρέα θα είχα διαρκώς”. Συχνά ζητούσε να τον μετατρέψει ο καλός θεούλης σε πεζοδρόμιο γκρίζο κι άχαρο. Τουλάχιστον αυτό το τιμούσαν πολλοί άνθρωποι κάθε πρωί και βράδυ και τι σημαίνει μοναξιά ούτε που γνώριζε.Τι ωραίο που θα ήταν να γίνει παγκάκι! Άνθρωποι κάθε ηλικίας θα κάθονταν κάθε μέρα επάνω του και μυστικά δικά τους κι όχι μόνο θα του έλεγαν.
‘Ωσπου ένα πρωί ένα κοριτσάκι που περνούσε τυχαία από κει κάθισε στις όχθες του λέγοντας:”Ποταμάκι δεν έχω πια κανέναν άλλον αφού από χθες είμαι ορφανή.Έχω σκοπό συνέχεια να έρχομαι σε σένα από δω και μπρος γιατί η ηρεμία σου με παρηγορεί. Άσε που ήδη βλέπω την μαμά και τον μπαμπά να καθρεφτίζονται στα καθαρά νερά σου”. Το ποταμάκι δεν εξέφρασε ποτέ ξανά την επιθυμία να γίνει κάτι διαφορετικό....