Οι στάχτες
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Τις κοιτούσε αρχικά αλαφιασμένος σαν να τις θωρούσε για πρώτη φορά. Ολόκληρο το σώμα του από την κορυφή ως τα νύχια έτρεμε ακατάπαυστα. Εξήντα κομμάτια ανάμνησης είχαν γίνει πλέον ένας μικρός λοφίσκος από στάχτες. Πριν από λίγα λεπτά φλόγες λυγερόκορμες είχαν κατασπαράξει εξήντα φακέλους, εξήντα φακέλους με περιεχόμενο. Θα μπορούσε κάλλιστα να τους έχει απλά πετάξει μα η μανία της στιγμής επέβαλε αυτή την “θυσία”. Ανόρεχτα κινήθηκε πιο κοντά προς τις στάχτες, ειλικρινά το είχε πια μετανιώσει.
Kάθισε κάτω στο έδαφος με το βλέμμα στραμμένο πάντα στο “ανοσιούργημά”του, αναγκάζοντας τον εαυτό του να αποδεχτεί το τελικό αποτέλεσμα. Το πρόσωπό του έδινε κυριολεκτικά θεατρική παράσταση αφού το ψεύτικο χαμόγελο που είχε θρονιαστεί πάνω από το πιγούνι του παραήταν επαγγελματικό. Έσκυψε το κεφάλι του τόσο πολύ σαν να προσευχόταν σε κάποιον άγνωστο θεό.
“Συγγνώμη,συγγνώμη”ψέλλιζε ακατάπαυστα στον λοφίσκο.
Εξήντα ερωτικές επιστολές είχαν με μια κίνηση γίνει ένα τίποτα, αυτές που κάποτε ήταν τα πάντα. Πίστεψε στις φήμες που του μετέφεραν δήθεν φίλοι, καλοθελητές και ρουφιάνοι. Η Χαρά, το κορίτσι του, είχε τάχα εραστή σε άλλη πόλη. Συνέβαιναν τάχα κι άλλα που αν του τα έλεγαν θα την σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια. Την είχε ρωτήσει ο ίδιος αν όλα αυτά ίσχυαν πραγματικά κι εκείνη απλά του είχε χαμογελάσει αινιγματικά σαν δεύτερη Τζοκόντα. Είχε θολώσει, την χτύπησε, την έδειρε άγρια. Η ζωή της μαζί του είχε καταντήσει πλέον ανυπόφορη. Toν άφησε κι εκείνος αφέθηκε στην αυτολύπησή του.
Σηκώθηκε φυλακίζοντας τις στάχτες ανάμεσα στις παλάμες του. Μάλλον το είχε μετανιώσει πικρά, ήταν όμως πολύ αργά...