Οι συμμαθητές
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Εκείνος περνούσε τον δρόμο βιαστικά με έναν χαρτοφύλακα στο χέρι. Εκείνη περπατούσε ράθυμα με ύφος ελαφρώς αφηρημένο ανάμεσα στο πυκνό πλήθος. Δρόμοι παράλληλοι, δρόμοι φαινομενικά δίχως κανένα κοινό σημείο επαφής κι όμως δρόμοι που σήμερα θα συναντιόνταν ύστερα από πολύ καιρό.Τα σύννεφα στον ουρανό δεν προμήνυαν καλοκαιρία, ενώ μια παράταιρη ομίχλη που απλωνόταν δειλά δειλά βάραινε όλο και πιο πολύ το σκηνικό. Εκείνος παγιδευμένος στο επαγγελματικό άγχος του έψαχνε τρόπο να φτάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γραφείο του. Εκείνη προτίμησε να απολαύσει αυτή την σπάνια παράνοια του καιρού μες την καρδιά του καλοκαιριού. Εκείνος κατάπιε με την σέσουλα τα αγχολυτικά του χάπια εκείνη γευόταν με ευχαρίστηση μια καραμέλα που είχε “τσιμπήσει” από το γειτονικό της περίπτερο. Ένα κύμα αναμνήσεων την κατέκλυσε με το που το ζαχαρωτό ήρθε σε επαφή με τον ουρανίσκο της. Αναμνήσεις που σχετίζονταν με τα εφηβικά της χρόνια, με το Γυμνάσιο, το Λύκειο,μ’εκείνον...
Το υπόστεγο στην στάση λεωφορείου ήταν η μοναδική λύση για εκείνον αφού το ψιλόβροχο τον είχε βρει απροετοίμαστο.Το ίδιο υπόστεγο εκείνη την ενθουσίασε,πόσον καιρό είχε να βρεθεί σε στάση λεωφορείου! Tην κοίταξε στο χέρι, τον κοίταξε στα μάτια. Αναγνώρισε το κάπως φαιδρό κόκκινο βραχιολάκι που κοσμούσε τον αριστερό της καρπό εκεί που λογικά θα έπρεπε να υπάρχει ένα ρολόι. Αναγνώρισε τα μάτια του, ήταν τα ίδια μάτια που δάκρυσαν από χαρά όταν εκείνη δήλωνε ενθουσιασμένη από το χειροποίητο βραχιόλι που της χάρισε τότε στην τριήμερη εκδρομή.
Θέλησε να της μιλήσει τα ́χασε όμως.Του μίλησε πρώτη, πάντα υπήρξε τολμηρή. ”Φαντάζομαι πως ήμασταν κάποτε συμμαθητές κι όχι μόνο” του είπε κομπιάζοντας. Η Μοίρα που τόσον καιρό παραμόνευε έκλεινε το μάτι στην σύμπτωση. Επιτέλους θα συνέχιζε το σχέδιό της από εκεί που το είχε αφήσει. Άλλωστε ποτέ δεν είναι αργά για την αγάπη!