Πάνω σε μια τραχιά σανίδα
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Πετάω ό,τι υπάρχει σε χαρτούρα κάτω στο πάτωμα, δεν τρέμω πια στην σκέψη της ακαταστασίας. Αισθάνομαι πως δεν χρειάζομαι την αγνότητα του λευκού χαρτιού και την λεία επιφάνεια του για να εκφράσω κάτι τόσο σκληρό, το θεωρώ οξύμωρο. Η λογική συγκρούεται με την παράνοια, άγνωστο ποιός θα επικρατήσει. Ρίχνω το βλέμμα μου πάνω σε μια στίβα με πορσελάνινα ακόμη άθικτα από το λίπος της τροφής πιατικά. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα παίζω με την σκέψη να χρησιμποιήσω αυτά για να γράψω ό,τι είναι να γραψω. ”Ανόητη” χλευάζω τον ίδιο μου τον εαυτό.
Τα βήματά μου με οδηγούν ενστικτωδώς έξω από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου. Ένα αεροπλάνο που έχω την αίσθηση ότι περνάει ξυστά πάνω από το κεφάλι μου με βάζει σε σκέψεις: "Μήπως να μπω στο πρώτο αεροπλάνο και να την κοπανήσω μια και καλή; Άραγε θα με αναζητούσε κανείς, άραγε ήθελα να το κάνουν ή αδιαφορούσα για κάτι τέτοιο;" Με κρεμασμένα μέχρι το πάτωμα μούτρα αποτύπωμα της ψυχικής μου κατάπτωσης αποφασίζω να χωθώ μες την παλιά αποθήκη.
Τα χέρια μου κινούνται αρχικά άκρως ερευνητικά, σαν κατακτητής σε αποικία που εποφθαλμιά. Οι πιθανότητες να λειτουργεί ο γυμνός γλόμπος που κρέμεται από το ταβάνι δεν είναι πολλές παρόλα αυτά δοκιμάζω την τύχη μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη η λάμπα είναι εμπιστοσύνης,το φως που σκορπάει δεν είναι τελικά διόλου ευκαταφρόνητο. Αφή και όραση με “προστάζουν” να ψάξω ανάμεσα στα αντικείμενα που υπάρχουν εκεί μέσα, ίσως κάποιο από αυτά εξυπηρετήσει τον σκοπό μου.
Κουρασμένη από το άσκοπο ψάξιμο κάθομαι στην πιο αραχνιασμένη γωνία του χώρου. Ενοχλημένες αράχνες που μιλιούνια μοιάζουν μπλέκονται στα γυμνά λόγω σανδαλιών δάχτυλά μου. Δεξιά κι αριστερά απλώνουν εκ νέου ιστό προσπαθώντας θαρρώ να με παγιδεύσουν. Τις συνθλίβω με μια μονάχα κίνηση σαν άρμα μάχης που τα βάζει με τον άμαχο πληθυσμό. Οι πιθανότητες να βρω αυτό που θέλω συρικνώνονται στο ελάχιστο, απογοητευμένη σηκώνομαι όρθια.
Ξάφνου ακούω το σύρσιμο της ουράς ενός αρουραίου πάνω σε κάτι τραχύ, είναι προφανές πως πρόκειται για ξύλινη επιφάνεια. Το φως που ευτυχώς δεν μου λείπει εδώ μέσα μου αποκαλύπτει αυτό που είναι η ιδανικότερη λύση για μένα. Γουστάρω τόσο πολύ αυτό το εύρημα που δεν διστάζω να το πιάσω με γυμνή παλάμη κινδυνεύοντας έτσι να γεμίσω ακίδες. Αναστενάζω ανακουφισμένη σαν ασθενής που βγήκε από την Εντατική. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην γράψω εδώ πάνω όλα αυτά που με τρώνε,όλα αυτά που θέλω να ξορκίσω. Εδώ πάνω, πάνω σε μια τραχιά σανίδα...