Πάνω στη ταράτσα
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Πάνω στην σκονισμένη ταράτσα έχω βρει εδώ και ώρα καταφύγιο. Με κυνηγούν οι σκέψεις μου, με ψάχνουν όνειρα ανεκπλήρωτα και η φρίκη της μονότονης καθημερινότητάς μου. Η αλήθεια είναι πως η υψοφοβία μου λειτουργούσε μονίμως ανατρεπτικά κι έτσι ποτέ δεν είχα τολμήσει να ανέβω εδώ πάνω. Η θέα της και μόνο από τον δρόμο μπροστά στο σπίτι μου προκαλούσε ίλιγγο! Απίθανο μου φαίνεται που βλέπω τις πατούσες μου να σουλατσάρουν πέρα δώθε άνετα πάνω στην ταράτσα. Εγκέφαλος και υψοφοβία προφανώς έκλεισαν κάποια βουβή συμφωνία ερήμην μου, δεν εξηγείται αλλιώς τούτη η άνεση!
Η απελπισία με σκουντάει με τρόπο άκομψο, σαν να θέλει να με ξυπνήσει από κάποιον λήθαργο. Μου κάνει “σκηνή” σαν ζηλιάρα σύζυγος που πιάνει τον δικό της στα πράσα με άλλη! Λαλήστατη και σε οίστρο μου αναφέρει για άλλη μια φορά τον λόγο για τον οποίο ανέβηκα στην ταράτσα.
“Την ελευθερία σου από τα βάσανα σου δεν επιζητούσες; Άδραξε την λοιπόν, έτσι όπως το είχαμε συμφωνήσει!” με πατρονάρει ανελέητα.
Πάνω στην ταράτσα σκέφτομαι ότι όλο αυτό που θέλω να κάνω σίγουρα δεν θα είναι ανώδυνο, πώς θα μπορούσε άλλωστε! Μπροστά μου χορεύουν ακανόνιστα εικόνες ευδιάκριτες, εικόνες βουτηγμένες στο αίμα. Η ιδέα της αυτοχειρίας παρά τις ρίζες που έχε απλώσει αρχίζει να μοιάζει ανίσχυρη και μακρινή. Η ζωή χαμογελάει από την άκρη της ταράτσας προσπαθώντας να με δελεάσει προς την μεριά της. Είμαι έτοιμη να της παραδοθώ, ψάχνω την ανεμόσκαλα για να κατέβω.
“Ε πού πας,δεν είχαμε συμφωνήσει πως θα επιλέξεις την εύκολη λύση;” με μαλώνει η απελπισία.
Λυγίζω, ίσως και να έχει δίκιο. Ειμαι έτοιμη να ακολουθήσω την προσταγή, εκείνη που θα με απαλλάξει από χρέη, ερωτικές απογοητεύσεις, ψεύτικους ανθρώπους, φοβίες και απογοητεύσεις. Ναι θα αποτινάξω την “σκλαβιά” της φρικτής ζωής από πάνω μου.
Είμαι πάνω στην ταράτσα και κοιτάζω προς τα κάτω, ανακατεύομαι… Νιώθω ανίσχυρη μπροστά στις επιταγές της απελπισίας. Κλείνω τα μάτια, με βλέπω μια μάζα από σάρκα και αίμα. Ακούω φωνές, φωνές που μου ζητούν να σαλτάρω εδώ και τώρα, φωνές που με τρελαίνουν, φωνές που με καθοδηγούν. Πένθιμη ατμόσφαιρα, ένα πόδι στον αέρα,μια ανάσα πριν τον θάνατο.
Ακούγεται το κλάμα ενός μωρού, θυμάμαι ότι είμαι έγκυος. Ξυπνώ απότομα από την φρενίτιδα της παράνοιας. Μαζεύω το πόδι μου, χαμογελώ σαν αλλοπαρμένη. Όχι δεν θα πέσω, θα κατέβω από την καταραμένη την ταράτσα. ΘΑ ΖΗΣΩ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ….