Στη κοιλάδα των δράκων
Γράφει: Μαίρη Κάντα
Πριν πολλά χρόνια, στη Παραμυθούπολη, μία όμορφη χώρα με λίμνες από σοκολάτα ζούσε η πριγκίπισσα Στέλλα. Μαζί της, μεγάλωνε και ο Διονύσης, ο γιος ενός από τους φύλακες του παλατιού.
Η Στέλλα πλησίαζε τα 17 και ήδη φανταζόταν τον πρίγκιπα που θα παντρευόταν. Ψηλό, με μάτια τόσο γαλανά, όσο το χρώμα του ουρανού, με μαλλιά στο χρώμα της καραμέλας και ένα τεράστιο μόνιμο χαμόγελο.
Την μέρα των γενεθλίων της πριγκίπισσας, θα γινόταν μία τεράστια γιορτή. Ο βασιλιάς είχε καλέσει όλες τις βασιλικές οικογένειες, με την ελπίδα πως η κόρη του, θα έβρισκε αυτό που έψαχνε. Στο τέλος της γιορτής, η Στέλλα ήταν απογοητευμένη, γιατί δεν είχε βρει τον «πρίγκιπα» της. Έτσι ζήτησε μία χάρη από τον πατέρα της.
Ήθελε να φύγει για λίγο καιρό από το παλάτι για να βρει τον πρίγκιπα που θα κέρδιζε την καρδιά της. Ο βασιλιάς όμως απαγόρευσε στη κόρη του να φύγει από την Παραμυθούπολη γιατί έξω από αυτήν, υπήρχε η Κοιλάδα των Δράκων.
Η Στέλλα παράκουσε τον πατέρα της και το έσκασε την ώρα που όλοι κοιμόντουσαν. Δεν ήξερε όμως πως ο Διονύσης την ακολούθησε κρυφά. Μετά από λίγες ώρες, η Στέλλα είχε φτάσει στη Κοιλάδα των Δράκων. Όπως περπατούσε, πολλές λάμψεις από τον ουρανό, φώτισαν το τοπίο. Τρόμαξε. Είδε ένα δάσος. Παντού υπήρχαν εστίες φωτιάς και όλα τα δέντρα ήταν καμένα. Κοίταξε ψηλά και τότε είδε πέντε δράκους. Δεν την είχαν αντιληφθεί ακόμα. Έμοιαζαν να επικοινωνούν μεταξύ τους, βγάζοντας φλόγες από το στόμα.
Η Στέλλα, προσπάθησε να τρέξει μακριά τους, χωρίς να την δουν. Πίσω της, ήταν ο Διονύσης. Καθώς έτρεχε, την είδε ένας από τους δράκους και έριξε φλόγες πάνω της. Ο Διονύσης έπεσε πάνω στη Στέλλα, για να την προστατέψει. Δεν τραυματίστηκε η ίδια, αλλά ο Διονύσης είχε εγκαύματα σε όλο το σώμα του. Πριν προλάβει να μιλήσει στον τραυματισμένο Διονύση, ένοιωσε κάτι να την αρπάζει και να την σηκώνει ψηλά. Ήταν ένας δράκος. Έκλεισε τα μάτια της. Τι θα γινόταν από εδώ και πέρα;
Ο δράκος μετά από λίγο την άφησε και η Στέλλα άνοιξε τα μάτια της. Υπήρχαν σπηλιές και γύρω από αυτές υπήρχαν δράκοι. Ο δράκος που την είχε αρπάξει, την οδήγησε σε μια σπηλιά. Η Στέλλα σκέφτηκε πως θα πέθαινε εκείνη την στιγμή. Εκεί, ένας μεγάλος δράκος της είπε να κάτσει κάτω. Η ίδια υπάκουσε και ο δράκος ρώτησε: - «Τι δουλειά έχεις στη Κοιλάδα;» «Ψάχνω ένα πρίγκιπα να παντρευτώ» είπε η πριγκίπισσα. «Δεν πείραξα κανέναν και εσείς πληγώσατε τον καλύτερο φίλο μου» συνέχισε με τρεμάμενη φωνή.
Τότε, ο δράκος άρχισε να γελάει δυνατά. «Αν αυτός ήταν ο καλύτερος σου φίλος, γιατί ψάχνεις άλλον για να παντρευτείς» Η Στέλλα έμεινε σιωπηλή, δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ο δράκος συνέχισε «Αν θέλεις να φύγεις από εδώ, θα πρέπει να βρεις και να μας δώσεις κάτι πολύτιμο.»
Πέρασαν ώρες, μέχρι η Στέλλα να σκεφτεί τι θα έδινε. Όταν επέστρεψε ο μεγάλος δράκος του είπε: «Στα μέρη μου, η σοκολάτα μας κάνει πολύ χαρούμενους. Υπάρχει πολύ σοκολάτα. Εάν μας αφήσετε, μπορούμε να μοιραστούμε αυτό το πολύτιμο αγαθό.» Ο δράκος, αποφάσισε να δεχτεί την προσφορά της και την πήγε στον Διονύση. Οι γιατροί-δράκοι είχαν μειώσει τα εγκαύματα και έτσι ένοιωθε καλύτερα.
Η Στέλλα, όταν τον είδε, έπεσε στη αγκαλιά του, ρωτώντας τον, αν θα ήθελε να γίνει ο πρίγκιπας της. Αυτός, της χάρισε ένα φιλί. Όταν θα τους έβλεπε στο παλάτι ο βασιλιάς, θα έλεγε: «Και όμως υπάρχουν οι δράκοι».