Στο απέναντι παγκάκι
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Το βλέμμα μου έπεφτε τις τελευταίες μέρες διαρκώς πάνω στο μικρό ημερολόγιο που βρισκόταν στο τραπεζάκι της κουζίνας. Γνώριζα πολύ καλά πως πλησίαζε η μέρα που ήθελα τόσο πολύ να απομονώσω από μυαλό και ζωή γενικότερα. Ρουφώντας την μύτη μου κάθε λίγο και λιγάκι αφού προσπαθούσα με αυτόν τον τρόπο να αναστείλω την μετατροπή του βουρκώματος σε κατηφορική πορεία δακρύων προσπαθούσα να κουραστώ περισσότερο από ότι συνήθως για να νυστάξω πριν από την ώρα μου.
Η φωτεινή επιγραφή που αναβόσβηνε μονότονα ήταν για άλλη μια φορά ορατή, έπρεπε επειγόντως να αντικαταστήσω την φίνα σχεδόν διάφανη δαντελένια κουρτίνα του υπνοδωματίου με μια άλλη σκούρα, ας ήταν κι από τσόχα, λίγο με ένοιαζε πια η αισθητική του χώρου! Το διαπεραστικό της κίτρινο χρώμα έπεφτε πάνω στο παγκάκι που βρισκόταν ακριβώς από κάτω της. Τι τραγική ειρωνεία να αποτελεί διαφήμιση γραφείου Τελετών, αφού σε αυτό ακριβώς το παγκάκι είχες ξεψυχήσει. Ένας γερανός που περνάει μπροστά από το παγκάκι, καταφέρνει να κρύψει τόσο το ίδιο όσο και την γελοία επιγραφή του γραφείου Τελετών. Ηρεμώ για λίγο, καταφέρνω να κλείσω τα μάτια. Ο Μορφέας και η περιβόητη αγκαλιά του με έχουν ξεχάσει, η αϋπνία με εξουσιάζει για τα καλά.
Ξεθωριασμένες εικόνες σαν ταλαιπωρημένες από τον χρόνο παλιές φωτογραφίες αποφασίζουν δικτατορικά να με κάνουν θεατή της ταινίας μικρού μήκους που ετοίμασαν για να με ταλαιπωρήσουν. Οχτώ χρόνια κοινού βίου περνούν σε μικρές μα ουσιαστικές δόσεις μπροστά από τα κλαμένα πια μάτια μου. Εσένα και τα πράσινα σαν γρασίδι ανοιξιάτικο μάτια σου να με αγνοεί στην αρχή κι έπειτα να με ερωτεύεται παράφορα. Εμένα να σου λέω το μεγάλο ναι και την φθηνή σου βέρα να κοσμεί τον παράμεσό μου. Το μωρό που δεν γεννήθηκε ποτέ αφού ανακαλύψαμε πως είχα θέμα, την πρότασή σου να υιοθετήσουμε πολλά παιδιά. Το ξερίζωμα της καρδιάς μου όταν μου ανακοίνωνες πως ήσουν βαριά άρρωστος. Τον πονοκέφαλο που σε έπιασε ενώ καθόμασταν αγκαλιασμένοι στο παγκάκι. Την εισαγωγή σου στην Εντατική, την διαπίστωση του θανάτου σου....
Την επόμενη μέρα το ημερολόγιο γράφει 13. Δεν υπήρξα ποτέ προληπτική μα ύστερα από τον θάνατό σου στις 13 ημέρα Παρασκευή έγινα υστερική με οτιδήποτε συνδεόταν με γρουσουζιά και κακοτυχία. Αρνούμαι να ανεχτώ άλλο την θέα του κίτρινου φωτός πάνω στο παγκάκι. Μαζεύω όπως -όπως τα πράγματά μου, σαν λαθρομετανάστης σε αφιλόξενη χώρα. Ανοίγω την πόρτα με φούρια, δεν με ενοχλεί το κρύο χαστούκι που δέχομαι από τον σφοδρό άνεμο, ο οποίος δεν μου κάνει το χατίρι να παρασύρει παγκάκι και φωτεινή επιγραφή. Ο γάτος του γείτονα τρίβεται στα πόδια μου προσπαθώντας να με κρατήσει στα ίδια, στο σπίτι που πλέον μισώ. Δεν του κάνω τα κέφια, απλά φεύγω....