Στο κιόσκι

2020-03-09 09:25

Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)

Ο ήχος των χορδών του λαγούτου κέντρισαν αμέσως το ενδιαφέρον του. Στεκόταν εδώ και ώρες στο κιόσκι, αυτό που χρόνια τώρα έμοιαζε αγέρωχο, ανίκητο απ’την φθορά. Γνώριζε τι περίμενε καθώς και το ότι τίποτα δεν θα άλλαζε. Eκείνη δεν θα επέστρεφε ποτέ στο σημείο που είχαν πρωτογνωριστεί, δεν θα επέστρεφε ποτέ στο κιόσκι τους. Ένα ελαφρύ αεράκι ανακάτεψε αυθάδικα τα μαλλιά του. Συνέχιζε να τα διατηρεί μακριά αν και δεν του άρεσαν, άρεσαν όμως κάποτε σ’εκείνη...
Το τίναγμα των φτερών ενός περιστεριού που βρήκε ευχαρίστηση να πετάει γύρω από το κιόσκι τον έκανε να χαμογελάσει πικρά. Εκείνη τα απεχθανόταν τούτα τα πουλιά και δίχως έλεος τα ΄διωχνε μόλις την πλησίαζαν. Ανάξια προσοχής τα θεωρούσε και ρυπαρά ως ένα σημείο. Δεν της το χαλούσε της καλής του! Tι κι αν εκείνος τα λάτρευε, καμωνόταν το αντίθετο για χάρη της!
Στο κιόσκι εδώ και κάμποσα λεπτά η ανάσα του έβγαινε κοφτή και μετά βίας. Το δράμα που ζούσε από τότε που η αγαπημένη του είχε φύγει από τούτη την ζωή ήταν μεγάλο, απερίγραπτο. Φίλοι και γνωστοί δεν μπορούσαν να τον παρηγορήσουν όσο κι αν πάσχιζαν. Παραδομένος στην θλίψη του βάλτωνε μέρα με την μέρα.
Στο κιόσκι πέρασε άλλη μια μέρα δίχως εκείνη να φανεί. Η λογική είχε εδώ και καιρό διασταυρωθεί με την παράνοια, με την δεύτερη να τον εξουσιάζει. Πίστευε ακράδαντα πως κάποια στιγμή θα έβλεπε αυτό που είχε μείνει ζωντανό από εκείνη, δηλαδή η ψυχή της, να παρουσιάζεται ξανά μπροστά του. Ίσως και η μορφή της να ήταν κάπως διαφορετική,μα σίγουρα θα την αναγνώριζε!
Στο κιόσκι βρέθηκε ύστερα από μέρες νεκρός. Την είχε δει τελικά κι έσπευσε κοντά της...