Της Κυριακής τα πρωινά
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Κυριακή πρωί και δε λέω να σηκωθώ από το κρεβάτι μου παρόλο που δεν το λες και πουπουλένιο αφού το στρώμα μου είναι τόσο άβολο και παλιό που ούτε οι ψύλλοι δεν θα το καταδέχονταν για να απλώσουν την σιχαμένη την “κορμάρα” τους. Η κούραση όλης της εβδομάδας έχει επηρεάσει κάθε σπιθαμή του σώματός μου, ακόμη κι όταν χασμουριέμαι πονάω. Σηκώνομαι με τα χίλια ζόρια σέρνοντας τα πόδια μου σαν μελλοθάνατη περνώντας την περίφημη γέφυρα των στεναγμών. Ο καθρέφτης μάλλον με δουλεύει, δεν εξηγείται αλλιώς! Από πότε οι μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια φούσκωσαν περισσότερο λες και τις ενίσχυσα με μαγιά και γιατί οι λευκές οι τρίχες μου θυμήθηκαν να σκάσουν μύτη όλες μονομιάς κάνοντας τον Καρβέλα να μοιάζει μελαχρινό μπροστά μου;
Θεωρώντας τον καθρέφτη βαλτό από το σύμπαν για να μου χαλάσει την μέρα τον αγνοώ επιδεικτικά, χαρίζοντας την προσοχή μου μονάχα στην οδοντόβουρτσα που την κοιτάζω πιο εντατικά κι από κάποιον το εκρεμμές που τον υπνωτίζει. Με δοντάκια πιο άσπρα κι από απάτητο χιόνι κι ανεβασμένη την ψυχολογία αφαιρώ την πιτζάμα από πάνω μου και φοράω μια αθλητική φόρμα “μαϊμού” μεγάλης εταιρείας αθλητικών ειδών. Το τζόκινγκ κι εγώ έχουμε πάρει εδώ και καιρό διαζύγιο συναινετικό οπότε όλο αυτό δεν έχει σχέση με αθλητικά δρώμενα παρά μονάχα με την άνεσή μου.
Με τσακισμένα φτερά αφού συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει ούτε κρουασάν ούτε τσουρεκάκι για πρωινό, ανοίγω το ντουλάπι της κουζίνας.Το στομάχι μου ανακατεύεται στην θέα των δημητριακών που γνωρίζουν πως θα πέσω στην ανάγκη τους, την αισθάνομαι την ικανοποίηση τους μόλις τα ρίχνω δειλά δειλά στο βαθύ πιατάκι. Ξέρεις τι είναι να περιμένεις οκτώ μήνες ανάμεσα σε σοκολάτες και άλλες “σαβούρες” μέχρι να σε γευτούν; Η πρώτη κουταλιά δεν ήταν όπως ακριβώς την περίμενα. Ήταν ακόμη χειρότερη! Ήμουν σίγουρη πως το κώνειο του Σωκράτη πιο νόστιμο θα ήταν από αυτό το απαίσιο πράγμα που κολυμπούσε μέσα στο γάλα. Με ένα μαχαίρι που δεν το λες και κοφτερό προσπαθώ να κόψω μια αξιοπρεπή σε πάχος φέτα ψωμιού την οποία σκοπεύω να καλύψω με λίγο βούτυρο και μέλι. Μα φευ τι βλέπουν τα μπιρπιλοτά μου μάτια; Ένα ζουζούνι,κάτι ανάμεσα σε ψείρα και κουνούπι,κάνει σπα μέσα στο μέλι. Μη έχοντας σκοπό να φάω κάτι μέσα στο οποίο “διασκεδάζει” κάτι που πετάει κι έρπεται πάω στο σαλόνι.
Το τηλεοπτικό πρόγραμμα με ψυχοπλακώνει. Πανδημίες,σκοτωμοί,απάτες... Με μαυρισμένη σαν κάρβουνο πριν πυρακτωθεί ψυχή επιστρέφω στο κρεβατάκι μου. Το στομάχι μου γουργουρίζει λες κι έχει να δεχτεί θερμίδες από την Παλαιολιθική Εποχή.
“Δεν ήταν της μοίρας σου γραφτό να φας πρωινό” του επισημαίνω καθώς σφαλίζω τα βλέφαρά μου.
Ο Μορφέας όντας σε φάση υπερωρίας με παίρνει εκ νέου αγκαλιά κι εγώ γεύομαι στον ύπνο μου και του πουλιού το γάλα.