Το αγοράκι με το κουλούρι της μιας εβδομάδας
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Το μελαμψό αγοράκι προχωρούσε με δυσκολία, καθώς κούτσαινε ελαφρώς. Βέβαια αυτό δεν αποτελούσε την άμεση έγνοιά του κι ας πονούσε αρκετά. Χρειαζόταν οπωσδήποτε λίγη τροφή καθώς το στομάχι του έδειχνε να μην αντέχει άλλο την ασιτία. Άνθρωποι όλων των ηλικιών περνούσαν αδιάφοροι από μπροστά του βυθισμένοι θαρρείς μονάχα στο “εγώ” και τα προβλήματά τους. Ένας άνδρας με κοστούμι, φουριόζος με έναν χαρτοφύλακα στο χέρι το κοίταξε αυστηρά.
“Για όνομα του Θεού πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι στην χώρα σου και κυκλοφορείς έτσι μες την βρόμα; Εδώ σ ’αυτή την χώρα ζούνε άνθρωποι κι όχι ζώα σε στάβλο! Η μάνα σου δεν σε πλένει λίγο εκεί στους καταυλισμούς που σουλατσάρετε μέρα νύχτα πέρα δώθε;” Το αγοράκι χαμήλωσε το κεφάλι του προσπαθώντας να κρύψει το βούρκωμά του.
“Όλοι οι δικοί μου σκοτώθηκαν στον πόλεμο στην Συρία, εγώ..”Ο άνδρας έκανε μια απότομη κίνηση.
“Ωχ μωρέ μην με μπερδεύεις τώρα με τους πολέμους σας, κάνε στην άκρη είμαι βιαστικός!”Το αγοράκι ένιωσε θλίψη, ωστόσο συνέχισε τον δρόμο του.
Τα παιδιά του Δημοτικού άνοιξαν διάπλατα τα μάτια τους, τα περισσότερα δεν είχαν δει ξανά ένα τέτοιο παιδάκι. Οι δύο δασκάλες που αντιλήφθηκαν αμέσως την απορία των μαθητών τους συνεννοήθηκαν σιωπηλά με το βλέμμα τους.
“Παιδιά πάμε να πούμε μια καλημέρα στον μικρό φίλο που κάθεται στο απέναντι παγκάκι;” έκανε η κυρία των μικρότερων τάξεων.
“Μα είναι κάπως βρόμικος κυρία και τρώει κάτι μάλλον πολύ σκληρό, δεν τον βλέπετε;” πετάχτηκε το πιο ζωηρό παιδί της παρέας.
“Ε τότε ας του δώσουμε κάτι πιο μαλακό σαν το σάντουιτς που τόση ώρα δεν τρως αφού φούσκωσες από τα δύο παγωτά που έφαγες μετά από την επίσκεψή μας στο μουσείο, τι λες;” του πρότεινε η δεύτερη δασκάλα.
“Κυρία πειράζει αν του χαρίσω την μπλούζα την διαφημιστική που μας μοίρασαν πριν από λίγο στην καφετέρια;” ρώτησε με αγωνία μια λιλιπούτεια μαθήτρια.
“Μου δίνουν πολύ μεγάλη χαρά τα λόγια σου Καίτη” έκανε τρυφερά η γυναίκα.
Η σκιά μελαγχολίας δεν υπήρχε πλέον στα μάτια του αγοριού από την Συρία, ένα πλατύ χαμόγελο φώτιζε τώρα το πρόσωπό του. Φορώντας το λευκό πεντακάθαρο μπλουζάκι που του χάρισε η μικρή Καίτη κινήθηκε προς τον κάδο που βρισκόταν λίγο πιο κει. Με ορμή πέταξε το κουλούρι της μιας εβδομάδας, με το οποίο προσπαθούσε να γεμίσει το στομάχι του. Τώρα δεν το χρειαζόταν πια, αφού είχε το σάντουιτς που του έδωσαν μα κυρίως την αγάπη των νέων του φίλων.