Το δυστύχημα

2019-04-01 08:25

Γράφει: Μαίρη Κάντα

 

Καθόταν στο καναπέ του σαλονιού για ώρες. Ήταν εντελώς μόνος. Καλύτερα. Δεν ήθελε να τον δει κανείς σε αυτή την κατάσταση. Με μάτια δακρυσμένα έπινε γουλιά-γουλιά το ποτό του. Δίπλα του είχε ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Κάπνιζε από το μεσημέρι και είχε ήδη βραδιάσει.

Έπινε για να ξεχάσει, μα η κάθε γουλιά του θύμιζε όλα όσα είχαν προηγηθεί. Αυτή ήταν η τιμωρία του. Και ήταν η χειρότερη. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτή. Ήταν άυπνος για μέρες. Δεν ήθελε, δεν άντεχε να κοιμηθεί. Σε κάθε κλείσιμο των ματιών του, ζωντάνευαν όλες οι εικόνες που προσπαθούσε να ξεχάσει.

Δεν ήταν πάντα έτσι η ζωή του Ιάσονα. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε. Εργαζόταν ως οδηγός σχολικού λεωφορείου. Είχε μία ήρεμη ζωή, ανθρώπους που αγαπούσε και τον αγαπούσαν και μία καλή δουλειά. Τα πρωινά έπαιρνε τους μαθητές και τους πήγαινε στο σχολείο και τα μεσημέρια τους επέστρεφε πίσω στη θαλπωρή των σπιτιών τους. Τα δρομολόγια ήταν ευχάριστα, με παιδικές φωνές και μουσική.

Μέχρι που ήρθε η «κακιά στιγμή». Όλα συνέβησαν το μεσημέρι της περασμένης Τρίτης. Τα παιδιά είχαν σχολάσει από το σχολείο και πήγαιναν με το σχολικό στα σπίτια τους. Οδηγούσε ο Ιάσονας. Στη δουλειά, πάντα είχε κλειστό το κινητό του. Δεν μπορούσε να οδηγά και να του αποσπούσε τη προσοχή ο ήχος του κινητού. Η οικογένεια του το γνώριζε αυτό και γι αυτό ποτέ δεν το έπαιρναν τηλέφωνο, εν ώρα εργασίας.

Μα εκείνη τη μέρα, ο Ιάσονας είχε ξεχάσει το κινητό του ανοιχτό. Και αυτό άρχισε να χτυπά. Στη αρχή, ο Ιάσονας δεν έδωσε σημασία, μα ο ήχος του ήταν επίμονος. Ανησύχησε. Και αν ήταν κάτι σοβαρό; Αν τον χρειαζόταν η μητέρα του που είχε επιβαρημένη υγεία; Αποφάσισε να κοιτάξει μόνο ποιος του τηλεφωνούσε για να συνέχιζε να οδηγεί ήρεμα, δίχως άγχος.

Το κινητό ήταν δίπλα του, μα με μία απρόσεκτη κίνηση το έριξε κάτω. Προσπάθησε να το σηκώσει και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, παραβίασε μία πινακίδα του STOP και συγκρούστηκε με μία νταλίκα. Αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης ήταν να σκοτωθούν πέντε παιδιά και να τραυματιστεί ο ίδιος.

Για μία στιγμή απροσεξίας του Ιάσονα, κινδύνεψαν τόσα παιδιά. Δεν το άντεχε αυτό, ο νεαρός άντρας. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του. Οι τύψεις τον τρέλαναν. Ήταν το τέρας που εξαιτίας του έφυγαν αθώες ψυχές. Σε λίγες μέρες θα γινόταν η δίκη για το τροχαίο. Ήταν σίγουρος πως δεν θα άντεχε όλη αυτή τη πίεση της δίκης. Πώς θα μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τους γονείς των παιδιών; Τα μάτια της μητέρας του; Ντρεπόταν απίστευτα.

Σηκώθηκε από το καναπέ και κατευθύνθηκε στο φαρμακείο του μπάνιου. Πήρε ένα κουτί δυνατά παυσίπονα που είχε η μητέρα του και τα κατάπιε όλα. Το επόμενο πρωί τον βρήκε νεκρό στο μπάνιο η αδερφή του.