Το καραβάκι που έχασε τα πανιά του
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Το καραβάκι αρμένιζε ανέμελα στα ήρεμα νερά της καταγάλανης θάλασσας. Δύο γλάροι που το ακολουθούσαν μια χαμήλωναν και μια υψώνονταν προσπαθώντας θαρρείς να ακουμπήσουν τον ήλιο που χρύσιζε περήφανος στον ουρανό.Όποιον φάρο κι αν συναντούσε στην υδάτινη διαδρομή του αναβόσβηνε ρυθμικά τα φώτα του,όλοι το αγαπούσαν πολύ.Ήταν πράγματι αξιοζήλευτο το καραβάκι και κανένα δεν μπορούσε να το φτάσει σε ομορφιά και χάρη.Είχε χρώμα πράσινο σαν το φρέσκο γρασίδι κι αν το παρατηρούσες με απόλυτη λεπτομέρεια θα διέκρινες κάποια λευκά, ζωγραφισμένα με πολύ μεράκι κρινάκια στα πλαϊνά σημεία του. Αυτά όμως που συγκέντρωναν όλα τα βλέμματα επάνω τους ήταν τα πανιά του. Κατάλευκα σαν αφράτα σύννεφα και απαλά σαν μετάξι φούσκωναν με καμάρι κάθε φορά που ο άνεμος έπαιζε μαζί τους.
Κι ενώ το καραβάκι απολάμβανε τα μικρά ταξιδάκια του κάποιο πλοίο, από εκείνα που συναντάς μονάχα σε τρανούς ωκεανούς ήθελε το κακό του.Το μεγάλο πλοίο είχε όλα όσα κάνουν ένα καράβι μοναδικό.Ήταν γρήγορο, χωρούσε πολλούς επιβάτες και είχε πανιά πέντε φορές πιο μεγάλα από κάθε άλλο καραβάκι. Κι όμως! Τούτο το πλοίο ζήλευε πολύ το πράσινο καραβάκι με τα λευκά κρινάκια.Συγκεκριμένα,ζήλευε τα πανιά του που αν και μικρά ήταν πιο όμορφα από τα δικά του. Νύχτα μέρα έκοβε βόλτες μια στον έναν μια στον άλλον ωκεανό μπας και ηρεμήσει χωρίς ωστόσο να τα καταφέρνει. Δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί πως κάποιο άλλο, κατώτερο όπως θεωρούσε από εκείνον καράβι, είχε καλύτερα πανιά!
Ένα βράδυ λοιπόν εκεί που το έλουζε το φεγγάρι, το πλοίο πήρε την απόφασή του, θα έκλεβε τα πανιά του καραβιού! Μόνο του δεν μπορούσε όμως να το κάνει κι έτσι αναζήτησε την βοήθεια ενός κόρακα,ο οποίος και το συμπαθούσε πολύ.
“Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα καταφέρω πλοίο, μην ανησυχείς λοιπόν καθόλου. Θα φωνάξω τους φίλους μου κι όλοι μαζί θα βγάλουμε πολύ γρήγορα τα πανιά του καραβιού” θα βεβαίωνε ο κόρακας το πλοίο με έπαρση και σιγουριά.
Πράγματι το επόμενο βράδυ κι ενώ το καραβάκι κοιμόταν καθώς το νανούριζαν τα αστέρια,το κοράκι και η παρέα του τράβηξαν με τα σκληρά τους ράμφη τα πανιά του. Εκείνο στην αρχή δεν κατάλαβε τίποτα, αφού κοιμόταν βαθιά, η θάλασσα όμως αναστατώθηκε και σήκωσε κύματα αγριεμμένα.Όπως ήταν αναμενόμενο το καραβάκι ξύπνησε αμέσως.
“Kαραβάκι μου σου κλέβουν τα πανιά” ούρλιαξε η θάλασσα.
Το καραβάκι και τα κύματα πάλεψαν όσο μπορούσαν με τα κοράκια μα δυστυχώς δεν μπόρεσαν να κάνουν πολλά πράγματα.Τα μαύρα πουλιά έσκισαν από την βιασύνη τους σε πολλά σημεία τα πανιά,τα οποία είχαν χάσει πλέον την ομορφιά κι απαλότητα τους.Το πλοίο που παρακολουθούσε τα πάντα από κάποια απόσταση αισθανόταν πολύ τυχερό,επιτέλους είχε αχρηστέψει αυτό το σαχλό καραβάκι.
Και πέρασαν μέρες, και πέρασαν μήνες και πέρασαν χρόνια και κανείς δεν είχε ακούσει κάτι για το καραβάκι που έχασε μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο τα πανιά του, αφού είχε εξαφανιστεί. Κάποιοι έλεγαν πως θάφτηκε μια για πάντα στον βυθό ενός αφιλόξενου ωκεανού. Άλλοι είπαν πως το βλέπουν που και που όταν γεμίζει το φεγγάρι να χορεύει δίχως πανιά μα με φτερά αγγέλων πάνω στα νερά της θάλασσας. Εγώ θα πιστέψω τους δεύτερους...