Το μυστικό του βάλτου
Γράφει: Μαίρη Κάντα
Αργά το βράδυ, ο Νικήτας και η Αγγελική επέστρεφαν στο σπίτι τους. Η δυνατή βροχή δυσκόλευε την επιστροφή, καθώς ο δρόμος γλιστρούσε. Η μειωμένη ορατότητα εμπόδισε τον Νικήτα να δει εγκαίρως ένα σταματημένο φορτηγό στη μέση του δρόμου. Κάνοντας ένα ελιγμό την τελευταία στιγμή, κατάφερε να μη πέσει πάνω στο σταματημένο όχημα. Έριξε, όμως άθελα του, το αυτοκίνητο σε ένα βάλτο.
Βγήκαν από το όχημα και το ζευγάρι έκπληκτο διαπίστωσε πως δεν γνώριζε καθόλου την περιοχή. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Έψαξαν να βρουν τα κινητά τους. Μάταια. Οι συσκευές τους είχαν χαθεί στο βάλτο. Και το αυτοκίνητο παρέμενε κολλημένο στη βαλτώδη περιοχή. Η Αγγελική έβαλε τα κλάματα. Είχε τρομοκρατηθεί. Ο Νικήτας προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμος.
Μέχρι που είδαν ένα σπίτι. Χτύπησαν το κουδούνι αλλά δεν απάντησε κανείς. Παρατήρησαν πως ένα παράθυρο ήταν ανοιχτό. Μπήκαν μέσα και αποφάσισαν να μείνουν μέχρι να ξημερώσει. Ήταν κουρασμένοι και αποκοιμήθηκαν στο καναπέ. Ο ύπνος τους όμως ήταν βασανιστικός. Ανάσαιναν και οι δυο πολύ βαριά. Στριφογύριζαν συνέχεια. Στη αρχή, είδαν ένα μεγάλο, λευκό, δίχως δέρμα χέρι να τους πλησιάζει. Προσπάθησαν να αντιδράσουν, να φωνάξουν, δίχως όμως κάποιο αποτέλεσμα. Το χέρι τους πλησίασε και μπήκε μέσα στο σώμα τους. Βγήκε λίγο αργότερα από το στόμα. Κρατούσε ένα μαχαίρι γεμάτο αίματα. Ένοιωθαν την καρδιά τους έτοιμη να σπάσει. Ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο. Το χέρι τους πλησίασε ξανά. Μπήκε μέσα στα μάτια τους αυτή την φορά. Βγήκε έξω. Απέναντι από τον καναπέ υπήρχε ένας καθρέφτης. Κατευθύνθηκε προς τον καθρέφτη. Με το μαχαίρι που κρατούσε, χάραξε την λέξη «Βοήθεια».
Ύστερα χάθηκε. Ξύπνησαν και οι δύο συγχρόνως κατατρομαγμένοι. Έκπληκτοι διαπίστωσαν πως είχαν ονειρευτεί το ίδιο πράγμα. Κόντευε να ξημερώσει. Πλησίασαν πιασμένοι χέρι με χέρι το παράθυρο. Κοίταξαν έξω στο βάλτο. Και τότε παραλίγο να λιποθυμήσουν. Είδαν μία γυναίκα. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά και φορούσε άσπρο φόρεμα. Βγήκε από το βάλτο, αιωρήθηκε ψηλά και άρχισε να χορεύει. Κατά την διάρκεια του χορού, οι άκρες των ποδιών της, σχημάτισαν την φράση «Θέλω να μάθω» στο ουρανό.
Την ίδια στιγμή, ο Νικήτας και η Αγγελική, άκουσαν κλειδιά στη πόρτα. Άρχισαν να ουρλιάζουν από τον τρόμο.
«Τι συμβαίνει εδώ; Ποιοι είστε; Γιατί φωνάζετε;» άκουσαν στο βάθος μία φωνή και σταμάτησαν τις κραυγές. Είδαν έναν άνθρωπο και σκέφτηκαν πως θα ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Όταν το επιβεβαίωσαν, του είπαν όλα όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες ώρες.
Ο κάτοχος της οικίας, Δημήτρης, άκουγε την εξιστόρηση των γεγονότων από το ζευγάρι εντελώς ήρεμα. «Κάθε χρόνο, αυτή την μέρα, γίνονται τα ίδια. Πριν δέκα χρόνια, ένας 35χρονος αγρότης της περιοχής αγαπούσε πολύ την κόρη ενός πλούσιου. Και η κοπέλα τον αγαπούσε. Αλλά ο πατέρας της, δεν ήθελε να την παντρέψει με αγρότη. Κάποια στιγμή ο αγρότης χάθηκε και η κοπέλα έπεσε σε κατάθλιψη.
Μία νύχτα, έφτασε στον βάλτο και αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή της με ένα μαχαίρι που κρατούσε. Την επόμενη μέρα, την βρήκαν νεκρή στο βάλτο και δίπλα της ήταν το πτώμα του καλού της. Ήταν δολοφονημένος.
Όλοι στη περιοχή, πιστεύουν πως το φόνο το έκανε ο πατέρας της, αλλά δεν υπάρχουν οι αποδείξεις. Μετά το θάνατο των δύο νεαρών, πολλοί λένε πως κάθε χρόνο, μία βραδιά του Ιανουαρίου βγαίνουν τα πνεύματα τους από τον βάλτο και ζητάνε δικαίωση»
Είχε πια ξημερώσει. Ο Νικήτας και η Αγγελική άκουσαν σοκαρισμένοι, όσα τους διηγήθηκε ο Δημήτρης. Όταν ολοκληρώθηκε η διήγηση, ο Δημήτρης προσφέρθηκε να τους βοηθήσει να ξεκολλήσουν το αυτοκίνητο από το βάλτο για να φύγουν από την περιοχή. Το ζευγάρι ανυπομονούσε να φύγει για να ξεχάσει όλα όσα είχαν συμβεί.
Η μηχανή του αυτοκινήτου, με αρκετή προσπάθεια πήρε μπροστά. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγο σπρώξιμο για να απομακρυνθεί από την βαλτώδη περιοχή. Κάτι που κατόρθωσαν να κάνουν οι δύο άντρες. Όταν το αυτοκίνητο ξεκόλλησε, η Αγγελική παρατήρησε πως στη μπροστινή ρόδα εξείχε κάτι. Πλησίασε και κατάλαβε πως ήταν ένα μεγάλο χρυσό κηροπήγιο. Φαινόταν πολύ βαρύ και ήταν στολισμένο με μικρά και μεγάλα διαμάντια. Στη άκρη του, υπήρχαν κηλίδες που έμοιαζαν με αίμα.
Όταν το είδε ο Δημήτρης άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Το ήξερα, το ήξερα» και έδειξε στο ζευγάρι το σήμα του. «Είμαι μυστικός αστυνομικός. Βρήκατε το όπλο του φόνου και μπορώ επιτέλους να αποδείξω ποιος είναι ο πραγματικός δολοφόνος. Επιτέλους ήρθε η δικαίωση.»