Το νούμερο 9

2019-08-30 14:06

 

Γράφει: Μαίρη Κάντα (δημοσιογράφος-συγγραφέας)

 

"Βοήθεια...Βοήθ...Με ακούει κανένας; Πονάω...Πολύ...Είμαι η Εύα και...πεθαίνω... Γιατί; Τι κακό έκανα; Είμαι τόσο νέα... Δεν θέλω να φύγω...  Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Ξύπνησα, άνοιξα το ραδιόφωνο και έφτιαξα καφέ. Σιγοτραγουδούσα, όταν πρόσεξα τους απλήρωτους λογαριασμούς στο τραπεζάκι. Ντύθηκα ανόρεχτα για να πάω στη τράπεζα.

Πάντα με ενοχλούσε ο συνωστισμός και η αναμονή μέχρι να φτάσω στο ταμείο. Έτσι και αυτή την φορά ευχήθηκα να μη είχε πολύ κόσμο η τράπεζα. Χαμογέλασα, όταν πλησίασα στο υποκατάστημα. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος. Μπήκα μέσα και στάθηκα στην ουρά για να πάρω τον αριθμό προτεραιότητας. Δίπλα μου στεκόταν ένας άνδρας. Ήταν πολύ ψηλός και μελαχρινός. Φορούσε μια μαύρη μπλούζα. Έμοιαζε θυμωμένος και με κοιτούσε επίμονα. Δεν τον είχα ξαναδεί.

Πήρα το χαρτάκι με το αριθμό 9 και πλησίασα σε ένα κάθισμα. Μαζί με μένα ήρθε και εκείνος. Δίχως λόγο, με έσπρωξε με δύναμη και έκατσε στο κάθισμα. Με πόνεσε. Έτσι προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ.  "Εγώ κάθομαι εδώ, βρες αλλού να κάτσεις" είπε εκείνος λακωνικά. Κοίταξα τριγύρω μου. Υπήρχαν και άλλα άτομα κοντά σε μένα, αλλά κανένας δεν μίλησε. Αποφάσισα να περιμένω όρθια την σειρά μου. Εκείνος εξακολουθούσε να με κοιτάζει επίμονα.

Με τρόμαζε το βλέμμα του, ωστόσο προσπάθησα να αδιαφορήσω και να ακούσω μουσική στο κινητό μου. Σε λίγη ώρα θα τέλειωνα απο την τράπεζα και δεν θα χρειαζόταν να τον ξαναδώ. Κρατούσα το χαρτί με το αριθμό 9 στα χέρια μου, όταν ξαφνικά κάποιος το άρπαξε βίαια. "Τι κάνεις εκεί;" είπα έκπληκτη.

"Εγώ έπρεπε να έχω αυτό το αριθμό, όχι εσύ. Ήρθα νωρίτερα από σένα". Είδα τον άγνωστο άντρα να κρατάει το χαρτί προτεραιότητας και το ματωμένο χέρι μου. Εκνευρίστηκα. Δεν καταλάβαινα γιατί έκανε σαν τρελός για την σειρά. Κοίταξα και το δικό του χαρτί προτεραιότητας. Είχε το νούμερο 10. Έκανε τόση φασαρία για ένα νούμερο διαφορά. Τι θα συνέβαινε αν τέλειωνε την δουλειά του μετά από μένα;

Έτσι έκανα αυτό που έκανε και εκείνος νωρίτερα. Άρπαξα το δικό ΜΟΥ νούμερο απο τα χέρια του. "Αυτό είναι δικό μου" είπα και απομακρύνθηκα από δίπλα του. Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και ευχόμουν απλά να τελειώσω γρήγορα την δουλειά μου και να φύγω απο την τράπεζα.

Μετά...Μετά δεν θυμάμαι... Γιατί δεν θυμάμαι; Πονάω....Το κεφάλι μου..Βοήθεια... Νομίζω πως έφτασα μέχρι το ταμείο της τράπεζας...Ναι, θυμάμαι το χαμόγελο της γυναίκας όταν με εξυπηρέτησε...Λίγο αργότερα βγήκα από την τράπεζα. Περπάτησα για το σπίτι μου, προσπαθώντας να καταλάβω την άσχημη συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου. Την αδιαφορία των υπολοίπων που είδαν ότι με ενοχλούσε ένας άγνωστος και δεν αντέδρασαν...Θα πήγαινα στο σπίτι, θα τηλεφωνούσα στην φίλη μου, θα μιλούσαμε για ώρες και στο τέλος θα τα ξεχνούσα όλα...

Αλλά δεν πρόλαβα να φτάσω στο σπίτι μου...Δεν πρόλαβα... Άκουσα ένα δυνατό θόρυβο και σκοτείνιασαν όλα..... Έπειτα το μόνο που άκουγα ήταν γέλια. Παραξενεύτηκα. Ποιος γελούσε; Άνοιξα με πολύ προσπάθεια, τα μάτια μου. Και τότε είδα ένα κόκκινο αυτοκίνητο και τον άντρα με την μαύρη μπλούζα που ήταν στη τράπεζα. "Βοήθησε με" ψιθύρισα.

Δεν έκανε καμία κίνηση για να με βοηθήσει, μα συνέχισε να γελάει δυνατά. "Κανένας δεν παίρνει την σειρά από εμένα. Κανείς!" τον άκουσα να λέει. Άναψε ένα τσιγάρο και παρέμεινε να με κοιτάει. "Σε παρακαλώ" είπα και προσπάθησα να φωνάξω ξανά "βοήθεια" μα ο βήχας έπνιξε την φωνή μου. "Άδικα σπαταλάς τις τελευταίες σου στιγμές. Δεν υπάρχει κανένας να σε βοηθήσει. Ας πρόσεχες! Δεν έπρεπε να τα βάλεις με μένα..." είπε εκείνος.

Τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα. Με σκότωσε για ένα νούμερο... "Βοήθεια" ψέλισσα για τελευταία φορά και έμεινα να κοιτάζω τον ήλιο... Μέχρι που έσβησε και σκοτείνιασε ο ουρανός...