Το ομορφότερο χαμόγελο

2017-07-26 20:39

 

Γράφει: Μαίρη Κάντα

 

 

Ο Χρήστος με αργές και προσεκτικές κινήσεις καθάριζε τα εργαλεία του. Σε μισή ώρα, κάποιος ασθενής θα τον επισκεπτόταν στο οδοντιατρείο του. Τον περίμενε στωικά. Κοίταξε το σημειωματάριο του. «Χμ, σφράγισμα θα θέλει» σκέφτηκε για την πελάτισσα του. Ήταν ο καλύτερος οδοντίατρος. Έκανε εξαιρετική δουλειά στα δόντια των ασθενών και όλοι είχαν να λένε τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Είχε μετακομίσει στη πόλη, το τελευταίο ένα χρόνο, και είχε ανοίξει το οδοντιατρείο. Μέσα σε ελάχιστους μήνες, η πελατεία του είχε αυξηθεί πολύ.

Ήταν ένας γοητευτικός άντρας μα και πολύ απόμακρος. Ποτέ δεν τον είχαν δει να χαμογελά. Ήταν σοβαρός, ολιγομίλητος. Κανείς δεν γνώριζε τι ακριβώς έκανε μετά το τέλος της εργασίας του. Ούτε που έμενε προτού μετακομίσει στη πόλη. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν πολύ ντροπαλός και κλειστός χαρακτήρας και άλλοι πως είχε ένα μυστήριο βλέμμα. Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε να τον συμβουλεύονται για την υγεία τους. Δούλευε καθημερινά τις πρωινές ώρες. Τα απογεύματα έκλεινε το ιατρείο του και επέστρεφε στο σπίτι. Έμενε μόνος σε ένα μικρό διαμέρισμα. Του άρεσε η μοναξιά. Διάβαζε πολύ. Κυρίως αστυνομικά βιβλία. Η αγαπημένη του συνήθεια ήταν να κάθεται στη πολυθρόνα με ένα ποτήρι κρασί και να διαβάζει τα νέα της ημέρας.

Στη αρχή τα αθλητικά. Δεν τον ενδιέφεραν πολύ, έτσι τα ολοκλήρωνε γρήγορα. Έπειτα διάβαζε τα οικονομικά νέα και στο τέλος τα κοινωνικά. Στις δολοφονίες έμενε περισσότερο. Τον ενδιέφεραν πολύ οι φόνοι. Έψαχνε το κίνητρο, το προφίλ του δράστη και τον τρόπο που δολοφονήθηκε το θύμα. Κατέγραφε όλους τους φόνους σε ένα μεγάλο ντοσιέ που είχε. Αν κάποιος έβλεπε αυτό το ντοσιέ που ήταν γεμάτο με φωτογραφίες δολοφονημένων ατόμων, σίγουρα θα τρόμαζε πολύ. Μα αυτό δεν τον απασχολούσε τον Χρήστο.

Ήξερε πως κανένας δεν θα έβλεπε το ντοσιέ, γιατί δεν είχε ποτέ επισκέψεις στο σπίτι του. Δεν είχε φίλους, ούτε καν γνωστούς. Τους γονείς του είχε χάσει, όταν ήταν μικρός. Έτσι τα μυστικά του ήταν προστατευμένα από αδιάκριτους. Τελευταία, στα νέα της ημέρας, διάβαζε για κάποιους φόνους με κοινά σημεία. Όλοι είχαν θορυβηθεί, καθώς μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχαν δολοφονηθεί τρία άτομα. Ο δολοφόνος παρέμενε ασύλληπτος αν και η αστυνομία δούλευε ασταμάτητα για την διαλεύκανση των εγκλημάτων.

Τα τρία θύματα είχαν δολοφονηθεί με τον ίδιο τρόπο. Το πρώτο θύμα, ονομαζόταν Πέτρος και ήταν δημόσιος υπάλληλος. Βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, από την σύζυγό του. Εκείνη έλειπε στο εξωτερικό για κάποιο επαγγελματικό ταξίδι και όταν επέστρεψε στο σπίτι, βρήκε τον σύζυγό της στο πάτωμα του σαλονιού. Ήταν μαχαιρωμένος στη καρδιά. Και το πιο παράξενο; Ο δολοφόνος είχε αφαιρέσει την οδοντοστοιχία του θύματος του.

Στη αρχή, οι αστυνομικοί υποπτεύονταν την σύζυγο του νεκρού, καθώς η πόρτα του σπιτιού δεν είχε παραβιαστεί, ούτε υπήρξαν άλλα σημάδια παραβίασης. Μόνο δύο ποτήρια με ποτό βρέθηκαν σε ένα τραπέζι. Η αφαίρεση της οδοντοστοιχίας, όμως, τους προβλημάτιζε. Για ποιο λόγο να αφαιρέσει ο δολοφόνος τα δόντια του θύματος; Όταν το άλλοθι της συζύγου επαληθεύτηκε, οι έρευνες των αστυνομικών στράφηκαν αλλού για να βρουν τον δολοφόνο.

Λίγες μέρες αργότερα, οι αστυνομικοί κλήθηκαν να ερευνήσουν άλλο ένα θύμα δολοφονίας. Αυτή την φορά, ήταν μία γυναίκα που βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμα της. Ήταν μόλις 22 ετών και φοιτήτρια νοσηλευτικής. Το πτώμα βρήκε κάποιος συμφοιτητής της. Ανησύχησε γιατί δεν πήγε στη σχολή και δεν απαντούσε στο κινητό της και πήγε στο σπίτι της για να δει τι συνέβη. Η πόρτα του σπιτιού ήταν μισάνοιχτη. Μπήκε μέσα και είδε την κοπέλα στο πάτωμα. Πιο δίπλα αντίκρισε μια λίμνη αίματος. Η νεαρή κοπέλα είχε μαχαιρωθεί, επίσης στη καρδιά. Το πτώμα βρισκόταν ανάσκελα, με κλειστά πόδια και τα χέρια ήταν ακουμπισμένα κάτω από το στήθος. Από την κοπέλα, έλειπε η οδοντοστοιχία της.

Οι δύο φόνοι με κοινά χαρακτηριστικά έκαναν τους αστυνομικούς να ψάχνουν για κάποιον κατά συρροή δολοφόνο. Τα θύματα δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, ούτε είχαν συναντηθεί σε κάποια κοινή δραστηριότητα, σύμφωνα με τους συγγενείς τους. Δεν είχαν την ίδια ηλικία, ούτε την ίδια μόρφωση, ούτε το ίδιο κοινωνικό περίγυρο. Ο δολοφόνος ένωσε τους δύο αυτούς ανθρώπους. Και μάλιστα με το πιο φρικτό τρόπο. Υποψιάζονταν πως ήταν άντρας. Έπρεπε να ήταν δυνατός ώστε να μπορέσει να μαχαιρώσει έναν άντρα. Ίσως πήγαινε γυμναστήριο.

Τα θύματα, πιθανότατα γνώριζαν τον δολοφόνο τους. Τον έβαλαν μέσα στο σπίτι, γι αυτό και δεν παραβίασε την πόρτα τους ή κάποιο παράθυρο. Το τρίτο θύμα, τάραξε για ακόμα μια φορά τις αστυνομικές αρχές. Ο 45χρόνος Ανδρέας βρέθηκε και αυτός νεκρός από την αρραβωνιαστικιά του. Είχε δολοφονηθεί ακριβώς όπως τα άλλα δύο θύματα και του έλειπαν τα δόντια. Μα είχε αμυχές στα χέρια και στα πόδια του που υποδήλωνε πως πάλεψε με τον δράστη πριν πεθάνει.

Το γεγονός αυτό, έκανε τους αστυνομικούς να ελπίζουν πως σύντομα θα βρισκόταν ο δολοφόνος. Στα νύχια του θύματος, υπήρχε γενετικό υλικό του δράστη. Με το τεστ DNA θα έβρισκαν αυτόν που σκότωσε τους τρεις ανθρώπους.

Πρωί Τετάρτης και ο Χρήστος έπινε καφέ στο οδοντιατρείο. Κάποιος από τους ασθενείς είχε ακυρώσει το ραντεβού του. Έτσι, ο γιατρός ξεκουραζόταν, προτού έρθει ο επόμενος ασθενής. Το κουδούνι του ιατρείου χτύπησε και ο Χρήστος άνοιξε την πόρτα. Δύο αστυνομικοί μπήκαν μέσα. «Ο κύριος Χρήστος Παπαδάκης;» τον ρώτησε ένας από τους δύο και εκείνος έγνεψε καταφατικά. Ο Χρήστος ήταν πολύ ήρεμος, σαν να περίμενε την επίσκεψη των αστυνομικών. Έμεινε σιωπηλός και απλά κοιτούσε τους δύο αστυνομικούς. «Συλλαμβάνεστε για τη δολοφονία τριών ατόμων» είπε ο αστυνομικός και βλέποντας τον ατάραχο, δεν δίστασε να τον ρωτήσει γιατί έκανε ό,τι έκανε.

Τότε ο Χρήστος χαμογέλασε για πρώτη φορά. Οι αστυνομικοί είδαν πως ο φερόμενος ως δράστης δεν είχε καθόλου δόντια και απάντησε: «Έψαχνα να βρω το ομορφότερο χαμόγελο».