Το ριγέ μανίκι
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Η Χάννα ακουμπούσε τα χέρια στο περβάζι του τεράστιου σε σχέση με το όλο δωμάτιο παραθύρου. Η επιστροφή από το γειτονικό νεκροταφείο της χαλούσε πάντοτε την διάθεση όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει. Ένα πάπλωμα απλωμένο στο απέναντι μπαλκόνι του γείτονα την έκανε να χαμογελάσει πικρά. Σημαίες οικείες στην όρασή της κοσμούσαν το πουπουλένιο αυτό σκέπασμα απ’ άκρη σ’άκρη, ανάμεσα τους κι εκείνη της πολύπαθης πατρίδας της. Λένε ότι ο χρόνος θεραπεύει τα πάντα εκείνη όμως δεν το πίστευε και τόσο. Όσα δάκρυα κι αν είχε αφιερώσει σ’αυτόν τον περιβόητο χρόνο εκείνος δεν έκανε κάτι για να την απαλλάξει από τις οδυνηρές μνήμες της.
Ένα βιαστικό κοίταγμα στο ρολόι του τοίχου την έκανε να κλείσει απότομα το τζάμι. Με βήματα νωχελικά κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Με υπερβολικά σκεπτικό ύφος ίσιαξε λίγο το γιορτινό της φόρεμα, εκείνο που είχαν ράψει κάποτε σύμφωνα με το προσωπικό της γούστο. Κάποτε δεν διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για κάτι τέτοιο τότε που ήταν αρραβωνιασμένη με τον Αβραάμ, τον έρωτα της ζωής της. Η ανάμνησή του εξακολουθούσε να την “πολιορκεί” στενά, η ανάμνηση της απάνθρωπης εκτέλεσής του στο Άουσβιτς θα έμενε ανεξίτηλα χαραγμένη στο μυαλό και στην ψυχή της.
Το κουδούνι που ήχησε την έβγαλε από τις σκέψεις, ένα κύμα ενθουσιασμού άρχισε να την κατακλύζει. Ήταν η κόρη της με τον άνδρα και τον γιο τους,τον εξάχρονο εγγονό της. Μια τελευταία επιβεβαιωτική ματιά στην βάση του χριστουγεννιάτικου δέντρου την γέμισε με ικανοποίηση, όλα τα δώρα ήταν στην θέση τους.
“Γιαγιά μπορώ να έχω τα δικά σου δώρα πριν από τα άλλα, του ΆγιουΒασίλη;”
“Για σένα Αλέξανδρε θα κάνω μια εξαίρεση καλέ μου, άντε τράβα προς το δέντρο, πέντε ωραία δώρα σε περιμένουν ψυχή μου”.
“Και είναι όλα δικά μου γιαγιά;” την ρώτησε έκπληκτος ο μικρός.
“Ναι αγόρι μου, δικά σου!”
Χαρτιά πολύχρωμα και κορδέλες πλουμιστές εκσφενδονίζονταν απ’άκρη σ’άκρη, τόσο μεγάλη ήταν η λαχτάρα του εγγονού της. Ξαφνικά το προσωπάκι του αγοριού συννέφιασε. Όλοι κατάλαβαν πως κάτι είχε δυσαρεστήσει τον Αλέξανδρο, κάτι που σχετιζόταν με τα δώρα. Αρχικά η Χάννα θεώρησε πως απογοητεύτηκε, ίσως να μην είχε κάνει και την πιο κατάλληλη επιλογή.
“Γιαγιά χάθηκε το ένα δώρο,είναι μόνο τέσσερα κι όχι πέντε όπως μου είπες. Ξέρω να μετράω,είναι μόνο τέσσερα!”
"Α γι’αυτό μου κατέβασες τα όμορφα μουτράκια σου; Δίκιο έχεις όμως! Δυστυχώς η γιαγιά σου ξεχνάει και μπερδεύεται τώρα τελευταία, συγγνώμη ψυχούλα μου. Μάλλον ξέχασα να το τυλίξω, το έχω στο μικρό ντουλαπάκι στο υπνοδωμάτιο μου, τρέχα να το πάρεις, θα το αναγνωρίσεις από την σακούλα του καταστήματος”.
Ο Αλέξανδρος δεν άργησε να επιστρέψει, ωστόσο στα λεπτά του χεράκια εκτός από το πέμπτο δώρο κρατούσε κι ένα ριγέ μανίκι αρκετά στραπατσαρισμένο.
“Γιαγιά δίπλα από το δώρο ήταν ένα ξύλινο κουτάκι ανοιγμένο και είχε μέσα αυτό το κομμάτι από σκισμένο ρούχο. Γιατί δεν το πετάς, δικό σου είναι;” Ο μικρός δεν καταλάβαινε.
“Είμαι σίγουρη πως όταν μεγαλώσεις θα το θυμάσαι ακόμη αυτό το μανίκι το ριγέ, ήταν μέρος μιας απαίσιας στολής...μιας στολής θανάτου. Δεν το πετάω γιατί θέλω να μου υπενθυμίζει το πόσο κακό μπορεί να κάνει ο άνθρωπος στον συνάνθρωπό του”. Τότε ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να βγάλει ιδιαίτερο νόημα από τα λόγια της γιαγιάς, ωστόσο η εικόνα του μανικιού θα τον στοίχειωνε για χρόνια. Σήμερα ο Αλέξανδρος είναι καθηγητής Πανεπιστημίου με έντονη ακτιβιστική,αντιναζιστική δράση.