Το βιβλίο που ζητούσε να διαβαστεί
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
“Σιγά μην σε ανοίξει ποτέ κανείς!” κορόιδευε το τάμπλετ το βιβλίο που βρισκόταν στην απέναντι βιβλιοθήκη.
“Θα δεις,θα δεις κάποια στιγμή θα διαψευστείς” προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του το βιβλίο.
“Το μυαλό σου και μια λίρα κουτό ,χάρτινο αντικείμενο. Δε βλέπεις πως οι νέοι μα και οι μεγαλύτεροι προτιμούν πιότερο την τεχνολογία από σένα και τους ομοίους σου;”
Το στεναχωρημένο βιβλίο φυσικά και δεν αναρωτήθηκε και πολύ.Το λάπτοπ δεν έλεγε ψέματα,ήταν πολύ κοντά στην αλήθεια. Κάποτε το είχε αγοράσει μια έφηβη σε ένα τοπικό παζάρι κι από τότε ούτε που το είχε ανοίξει καθόλου. Είχαν μαζευτεί με τον καιρό κι άλλα πολλά βιβλία,τα οποία όμως είχαν δεχτεί την μοίρα τους δίχως το παραμικρό αχ και βαχ! Η έφηβη είχε πλέον μεγαλώσει κι έγινε γυναίκα με παιδιά και καριέρα. Οι καιροί είχαν αλλάξει και η τεχνολογία είχε προχωρήσει. Κινητά,ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τάμπλετ είχαν πλέον γίνει η προέκταση του εαυτού της,πού νους για βιβλία;
Ο καιρός περνούσε και οι πιθανότητες να ακουμπήσει η γυναίκα έστω και το εξώφυλλο ολοένα και λιγόστευαν. Ώσπου ένα βράδυ η τύχη στάθηκε μάλλον στο πλευρό του.Η γυναίκα έκλαιγε γοερά για τον χαμό κάποιου πολύ κοντινού της προσώπου, παρηγοριά δεν έβρισκε πουθενά.Ο αέρας με προσεκτικές πνοές έσπρωξε το βιβλίο απ’το ράφι και το πέταξε μες την αγκαλιά της.
“Χαμογέλα ξανά!” διάβασε τον τίτλο φωναχτά. ”Μα πού κρυβόσουν εσύ τόσον καιρό; Ίσως και να με ηρεμήσεις”.
Το βιβλίο αυτό ήταν μόνο η αρχή.Έκτοτε η γυναίκα διαβάζει μέρα παρά μέρα κάποιο λογοτεχνικό έργο,ενώ το τάμπλετ έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα...