Του κουραμπιέ απέναντι, πείτε του πως τον θέλω!
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Έχω πάψει πλέον να μετράω τις μέρες καραντίνας αφού γνωρίζω ότι σαφώς ο αριθμός είναι ακόμη διψήφιος. (Έτσι και ήταν τριψήφιος θα φορούσα από μόνη μου δίχως εξαναγκασμούς και πιέσεις τον ζουρλομανδύα!) Με πρόσωπο που χρήζει μιας σχετικής πάστρας αφού η τσίμπλα έχει κολλήσει σαν ρετσίνι στις γωνίες των ματιών μου, κατευθύνομαι προς το μπάνιο. "Ασβεστώνοντας" τα μούτρα μου με μια μάσκα που και καλά θα έκανε θαύματα βάζω πλυντήριο για να περάσει η ώρα που οφείλω να την αφήσω ώστε να δράσει σωστά. Αγγίζοντας την κάποια στιγμή κι αφού αντιλαμβάνομαι ότι έχει αποκτήσει πλέον την υφή τσιμέντου αποφασίζω να την αφαιρέσω με την βοήθεια του νερού. Αφού έχω καταναλώσει περισσότερο νερό απ' όσο κουβαλάει ο Δούναβης κι ο Αλιάκμονας μαζί, περιμένω να δω το αποτέλεσμα.Το περίφημο θαύμα τελικά δεν έγινε ποτέ κι εκνευρισμένη βάζω την φθηνή κρέμα ημέρας. Κοψομεσιασμένη από την πολύ ξάπλα (Ναι πείτε με και τεμπέλα τώρα, η καραντίνα φταίει!) ανοίγω την τηλεόραση. Μια ολόλευκη σαν χιόνι εικόνα ερεθίζει τα οπτικά μου νεύρα. Μια κομψή γαβάθα γεμάτη με αφράτους κουραμπιέδες γεμίζει απ ́άκρη σ'άκρη την οθόνη της τηλεορασάρας μου την οποία μεταξύ μας ακόμη να ξεχρεώσω.Οι μορφασμοί μου εναλλάσσονται υποδηλώνοντας ωστόσο όλοι μονάχα ένα: I want those kourambiedes right now!
Aπό το απέναντι διαμέρισμα που συνηθίζουν να έχουν τα παράθυρα ορθάνοιχτα ακούγεται η Μαίρη Χρονοπούλου και ο ύμνος "Του αγοριού απέναντι". Αγόρι δεν έχω εδώ και καιρό για να το αφιερώσω αφού με παράτησε για μια "όρκα" που του κουνήθηκε, οπότε στρέφω την αφιέρωσή μου στους φίλτατους κουραμπιέδες. "Toυ κουραμπιέ απέναντι,πείτε του πως τον θέλω" φαλτσάρω χειρότερα κι από γνωστό κομμωτή σε μουσικό σόου (Έλα τώρα που δεν καταλάβατε!) και σημειώνω την συνταγή. Τα μισά υλικά μου λείπουν και το σουπερμάρκετ απέχει κάμποσο. Το πορτοφόλι μου δηλώνει "μαγκωμένο" το έπιασαν ξαφνικά οι τσιγκουνιές. Ανοίγω την ταμπακιέρα να στρίψω ένα τσιγάρο μπας και σκεφτώ καλύτερα. Όσο περνάει η ώρα τόσο μεγαλώνει η λαχτάρα μου για αυτούς. Η μνήμη στερεώνει ξάφνου μια μπάρα ως εμπόδιο μπροστά μου.
"Κάθε φορά που έφτιαχνες κουραμπιέδες ή τους έκαιγες ή τους άφηνες άψητους. Είναι φανερό πως δεν υπάρχει δίλημμα παρά μονάχα η λύση του κυρ Γρηγόρη απέναντι!" με μαλώνει. Φορώντας όπως όπως τις φόρμες μου και την μάσκα τρέχω στον φούρνο απέναντι.Ύστερα από λίγα λεπτά κρατάω στα χέρια μου δύο κιλά από το αντικείμενο του πόθου μου κι ένα άδειο πορτοφόλι....