Τρύπες στον κουβά
Γράφει: Χριστίνα Καρρά (συγγραφέας)
Η κοπέλα καθόταν βαριεστημένη στον χρυσό, διάστικτο από λογιών λογιών πολύτιμους λίθους θρόνο της. Τα σμιλεμένα άνω άκρα της προσπαθούσαν να μεταμορφώσουν τα κάπως ατίθασα μαλλιά της σε μια όσο γινόταν ευπρεπή κοτσίδα. Η αλήθεια ήταν πως θα προτιμούσε την βοήθεια της προσωπικής της υπηρέτριας ωστόσο κάποτε έπρεπε να γίνει και λίγο πιο ανεξάρτητη, ολόκληρο βασίλειο θα κληρονομούσε σε λίγο καιρό! Βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό άφησε στην μέση την προσπάθειά της, εξάλλου κατά την γνώμη της δεν υπήρχε και κανένας ιδιαίτερος λόγος να καλλωπιστεί παραπάνω, η διάθεσή της ήταν εδώ και ώρες χαλασμένη. H τρυφερή καρδούλα της πονούσε αφού ο βασιλιάς πατέρας της είχε ήδη αποφασίσει για την τύχη της, δίχως καν να την ρωτήσει. Της είχε δηλώσει ορθά κοφτά πως δεν επιθυμούσε κανέναν κατώτερό της δίπλα της, μόνο ένας της τάξης τους της ταίριαζε κι αυτός ήταν σίγουρα ο πρίγκιπας του διπλανού κρατιδίου.
Κάποιο όμορφο πρωινό της Άνοιξης κι ενώ γίνονταν όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες για τον επικείμενο γάμο, ο βασιλιάς αποφάσισε να στήσει στο κέντρο της ανακτορικής αυλής ένα χρυσό, γεμάτο μεγαλοπρέπεια πηγάδι. To είχε σχεδιάσει μαζί με άνδρες από τα καλύτερα εργαστήρια του κόσμου και το καμάρωνε πολύ, πιότερο κι απ’το ίδιο του το παιδί! Σκοπός συγκεκριμένος για την κατασκευή του δεν υπήρχε πέραν ίσως της αλαζονείας και ματαιοδοξίας του. Όλοι θα τον ζήλευαν για τούτο το αριστούργημα, κανείς δεν θα μπορούσε να πράξει κάτι ανάλογο!
Δοκιμάζοντάς το επιτέλους για να διαπιστωθεί η ορθή λειτουργία του οι κατασκευαστές ήταν ξεκάθαροι: το πηγάδι παρουσίαζε πρόβλημα! Οι υποχρεωτικές, έκτακτες αλλαγές που έγιναν στο σύστημα άντλησης εδαφικού νερού δεν έφερναν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, το πηγάδι εξακολουθούσε να είναι ξηρό! Η πεισματική σχεδόν παιδαριώδη άρνηση του άρχοντα να απλοποιήσουν κάπως την όλη κατάσταση δεν βοηθούσε σε τίποτα, το πηγάδι παρέμενε χωρίς νερό.
“Βασιλιά και αφέντη μου” τόλμησε να του απευθύνει τον λόγο ο γηραιότερος μάστορας. ”Μπορώ να κάνω μια πρόταση, μου επιτρέπετε εξοχότατε και υπέρλαμπρε;”
“Κουβέντες που δεν τις ξεκινώ εγώ δεν μου αρέσουν, ωστόσο μίλα!” Ύστερα από μια παρατεταμένη, αμήχανη σιωπή ο άνδρας βρήκε επιτέλους το θάρρος να εκφράσει την ιδέα του.
“Από όσο έχουμε καταλάβει όλοι ο άρχοντας επιθυμεί περισσότερο να εντυπωσιάσει με το χρυσό πηγάδι παρά να το χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά του,σωστά;” Ο βασιλιάς ένευσε καταφατικά.
“Γιατί λοιπόν να βασανιζόμαστε με το πως θα γεμίζει με εδαφικό νερό και να μην το κάνουμε μόνοι μας;”
“Τι εννοείς;”
“Αφού το μέλημα σας είναι το φαίνεσθαι, το να μιλάνε δηλαδή όλοι για το πλούσιο νερό του πηγαδιού που λάμπει περισσότερο κι απ’τον πυρακτωμένο ήλιο, ας το γεμίζουμε μόνοι μας παίρνοντας νερό από θάλασσες, λίμνες και ωκεανούς, κανείς δεν θα το μάθει!”
“Σωστή η σκέψη σου, τόσους χρυσούς κουβάδες έχω που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Θα στείλω τους εκατοντάδες υπηρέτες μου να μου γεμίσουν το πηγάδι μάνι-μάνι. Αν δεν τα καταφέρω σε δυό μέρες η κόρη μου να μην πάρει το πριγκιπόπουλο που στην ουσία δεν το θέλει!”
Η σιγουριά του άφησε τα λόγια να ξεφύγουν ανεξέλεγκτα από το στόμα κι όταν κατάλαβε πως τον είχε ακούσει η κόρη του θορυβήθηκε.
”Έχει γούστο να μην τα καταφέρω!” ψέλλισε φοβισμένα, ωστόσο κανείς δεν τον άκουσε.
Είχαν ήδη περάσει κάμποσες ώρες και το πηγάδι δεν έλεγε να υγρανθεί. Όσο νερό κι αν κουβαλούσαν οι άνδρες, στάλα δεν έβρισκαν μόλις έφταναν στο χρυσό πηγάδι. Πού να φανταστούν ότι καθόλη την διάρκεια της διαδρομής οι κουβάδες αποκτούσαν αμέτρητες τρυπίτσες, οι οποίες ως δια μαγείας εξαφανίζονταν μετά. Κάποια στιγμή το ανακάλυψαν και φτιάχτηκαν καινούργιοι κουβάδες, μα τίποτα δεν άλλαζε. Ο βασιλιάς απηύδησε κι έβαλε τέρμα σε κάθε περαιτέρω προσπάθεια.
Η κόρη του παντρεύτηκε ύστερα από χρόνια ένα παλικάρι του λαού που αγάπησε με πάθος, όσο για την Μοίρα μέχρι και σήμερα κλείνει πονηρά το μάτι στην ζωή, αφού για άλλη μια φορά της υπενθύμισε πως μπορεί να επέμβει στα σχέδιά της.